«H Ελλάδα θα εισπράξει, τα προσεχή έτη, το μεγαλύτερο ποσό που έλαβε ποτέ από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, συνολικά, 72 δισ. ευρώ» τόνισε σε ομιλία του στην ολομέλεια της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας.
Ο υπουργός έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα να δανείζεται κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές και έτσι δεν θα επιβαρύνονται οι εθνικοί προϋπολογισμοί. Χαρακτηριστικά είπε:
«Η νέα Απόφαση σηματοδοτεί την εκ βάθρων αναθεώρηση του τρόπου χρηματοδότησης του ενωσιακού προϋπολογισμού, καθώς δίνεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να δανείζεται κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές, προκειμένου να εξασφαλίσει άμεση και μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτική ικανότητα για τα μέτρα στήριξης της ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, και την αποφυγή περαιτέρω πιέσεων στους εθνικούς
προϋπολογισμούς. Δεδομένου ότι η στήριξη θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη, οι νομικές δεσμεύσεις για
ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από τους εν λόγω πόρους θα πρέπει να έχουν αναληφθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023, ενώ η έγκριση των πληρωμών στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα εξαρτάται από την ικανοποιητική εκπλήρωση των οροσήμων και στόχων που καθορίζονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Υπογράμμισε επιπλέον ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους μεγάλους ωφελημένους του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς εξασφάλισε από τα υψηλότερα κονδύλια σε σχέση με το ΑΕΠ της.
Προτεραιότητες
Ο κ. Σταϊκούρας τόνισε ακόμη στο πλαίσιο της ισότιμης συμμετοχής της σε όλες τις εξελίξεις εντός της ΕΕ θέτει πλέον τέσσερις προτεραιότητες
1η. Τη συνέχιση της δημοσιονομικής ευελιξίας και το 2022.
2η. Τη διατήρηση των μέτρων στήριξης, μέχρι την πλήρη εδραίωση βιώσιμης ανάκαμψης, η οποία θα οδηγήσει σε δημοσιονομική ισορροπία.
3η. Την ταχεία εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αφού η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που υπέβαλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα αναλυτικό και ώριμο, πρώτο, Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
4η. Τη διασφάλιση ότι οι επιδιωκόμενες αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας θα επιτυγχάνουν τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, θα προσφέρουν τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στην αντιμετώπιση κρίσεων, θα προστατεύουν και θα ενθαρρύνουν τις δημόσιες επενδύσεις, και, τέλος, θα χαρακτηρίζονται από διαφάνεια στον σχεδιασμό και την εφαρμογή τους.