Η Ελλάδα έχει δυνατότητα να μεταβληθεί σε ευρωπαϊκό κέντρο του «ευ ζην», με προσφορά ακριβών υπηρεσιών καλής, ποιοτικής ζωής και διαμονής, δημιουργώντας μια οικονομική δυναμική η οποία μπορεί να επεκταθεί στην αγροτική οικονομία, το λιανεμπόριο και τις υπηρεσίες. Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά κ. Θεόδωρος Πελαγίδης, μιλώντας στην εκπομπή «Καθαροί Λογαριασμοί» στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Ο κ. Πελαγίδης είπε ότι στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να αξιοποιηθούν τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. που θα εισρεύσουν στην Ελλάδα ήδη από το 2021.
«Οπωσδήποτε τα 19 δισεκατομμύρια ευρώ των επιδοτήσεων και τα 12 και πλέον δισ. ευρώ των πολύ χαμηλότοκων δανείων θα βοηθήσουν στην ανάκαμψη αλλά αυτό θα εξαρτηθεί και από την εξωτερική ζήτηση, καθώς και από το που θα “προσγειωθεί” ο κόσμος μετά την πανδημία», είπε ο κ. Πελαγίδης υπογραμμίζοντας ότι το μεγάλο ζητούμενο είναι κατά πόσον η ανάκαμψη που θα έρθει μετά την πανδημία θα έχει διάρκεια.
Ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος διατύπωσε επίσης την εκτίμηση ότι μετά την πανδημία θα υπάρξει ένα ζήτημα αναδιοργάνωσης της ζωής του κέντρου των πόλεων, αφού η τηλεργασία είναι κάτι που θα συνεχιστεί σε μεγάλο βαθμό και επομένως, η ζήτηση για χώρους γραφείων, για πάρκινγκ αυτοκινήτων, για χώρους εστίασης και άλλες υπηρεσίες θα είναι μειωμένη.
Στην Ελλάδα, ανέφερε ο κ. Πελαγίδης, η μεγάλη υποχώρηση εξαιτίας της τεράστιας μείωσης του εισοδήματος που προέρχεται από τις υπηρεσίες του τουρισμού και των δορυφόρων του, έχει δείξει πόσο μεγάλη σημασία έχει για την εγχώρια οικονομική ζωή η εισαγόμενη δαπάνη. Οι κλάδοι που έχουν πληγεί είναι συναφείς: Το λιανεμπόριο, οι μεταφορές, διάφορες υπηρεσίες εμπειρίας τα λεγόμενα experience goods, που συνδέονται με τον τουρισμό και τις υπηρεσίες εστίασης.
Η πανδημία, σύμφωνα με τον κ. Πελαγίδη ανέδειξε το βασικό δομικό οικονομικό πρόβλημα της εποχής μας που είναι η μόνιμη υπέρβαση των αποταμιεύσεων επί της δαπάνης και ιδίως της επενδυτικής δαπάνης. Η υστέρηση αυτή των επενδύσεων, στις συνθήκες αυτές, μπορεί να καταπολεμηθεί, με δεδομένα τα μηδενικά επιτόκια, μόνο με την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Η κρατική, κυβερνητική παρέμβαση, είπε ο κ. Πελαγίδης, σηματοδοτεί την ανάγκη η δημοσιονομική πολιτική να παρέμβει διορθώνοντας αυτή την σοβαρή ανισορροπία, απορροφώντας την λιμνάζουσα αποταμίευση και τονώνοντας την δαπάνη για επενδύσεις.
Όπως εξήγησε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, η αποταμίευση υπερτερεί λόγω της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού και της τεχνολογίας που μειώνει το κόστος δραστικά και ρίχνει μισθούς και τιμές. Λόγω ακόμη της αβεβαιότητας που οδηγεί την μεσαία τάξη στην επιφύλαξη για την δαπάνη. Το βασικό ζήτημα που προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι, σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, η χαμηλή κερδοφορία κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας να είναι ο κανόνας, καθώς η ζήτηση, η οποία τροφοδοτεί τα κέρδη, είναι αναιμική για τους λόγους που είπαμε παραπάνω.
Αναφερόμενος στο θέμα της δημοσιονομικής πολιτικής, ο κ. Πελαγίδης είπε ότι αυτή θα πρέπει να είναι ευφάνταστη, να αναζωπυρώνει τη διάθεση των ιδιωτών για επενδύσεις στους τομείς του μέλλοντος, της πράσινης και της ψηφιακής οικονομίας, ενώ σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις για τους τομείς κατεύθυνσης της δαπάνης θα πρέπει να είναι 100% τεχνοκρατικές.
Υπογράμμισε επίσης, ότι μια χώρα με δημοσιονομικά προβλήματα μπορεί να ασκήσει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, μέσα από μακροχρόνιο δανεισμό, ο οποιος ναι μεν τροφοδοτεί το χρέος αλλά όχι το δημοσιονομικό έλλειμμα. Άλλωστε, είπε ο κ. Πελαγίδης, ουδείς αμφισβητεί ότι τα κεφάλαια σήμερα προσφέρονται πάμφθηνα ενώ από την άλλη πλευρά η ελληνική οικονομία έχει τεράστια ανάγκη επενδύσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, κατέληξε ο κ. Πελαγίδης, ότι υπάρχει και η περίπτωση των άμεσων ξένων επενδύσεων που δεν επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά.