Κομβικό ρόλο θα διαδραματίσει το τραπεζικό σύστημα στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες για να λάβει το «πράσινο φως» μια επένδυση, ώστε να χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο, θα πρέπει προηγουμένως να έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση της επένδυσης είτε από τρίτο επενδυτή είτε από το τραπεζικό σύστημα. Δηλαδή, το κάθε business plan θα πρέπει να αξιολογηθεί ως βιώσιμο με τραπεζικά κριτήρια.
Όπως τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσαν η Eurobank και η Grand Thornton, η αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων δεν θα γίνει από το κράτος. «Ιστορικά το κράτος έχει αποδειχθεί ως εξαιρετικά αναποτελεσματικό στον τομέα αυτό», τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη δεδομένης της αναποτελεσματικότητας του κράτους στην αξιολόγηση επενδυτικών έργων, θα αξιοποιηθούν ιδιώτες σύμβουλοι οι οποίο θα πιστοποιούν την επιλεξιμότητα μιας επένδυσης για το Ταμείο Ανάκαμψης. Για τη χρηματοδότηση ενός επενδυτικού σχεδίου από το Ταμείο θα πρέπει απαραιτήτα να υπάρχει τρίτος παίκτης, ένας τρίτος επενδυτής που θα δανειοδοτήσει ή θα επενδύσει δικά του κεφάλαια στο σχέδιο του αρχικού επενδυτή. «Αναζητούμε έναν partner, με τη λογική ότι θα λειτουργήσει με δικά του κριτήρια και χωρίς εγγυήσεις θα βάλει τα δικά του λεφτά και αν δεν πάει καλά η επένδυση θα τα χάσει. Αν δεν υπάρχει αυτός ο τρίτος παίκτης τότε θα έρθουμε και εμείς να χρηματοδοτήσουμε. Είναι σαφές urbi et orbi, θέλουμε να κάνουμε με επιχειρηματίες που θέλουν να κάνουν επενδύσεις και όχι επιχειρηματίες που θέλουν να πάρουν επιδοτήσεις», υπογράμμισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.
Στην πράξη, για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, όπως αυτές που προβλέπονται στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, ο τρίτος επενδυτής θα είναι είτε τράπεζα, είτε κάποιο fund, είτε κάποιος άλλος χρηματοδοτικός φορεάς. Έτσι κάθε business plan επένδυσης που φιλοδοξεί να λάβει χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να κριθεί αξιόχρεο με βάση τραπεζικά κριτήρια. Σημειώνεται ότι μέσω του Ταμείου θα χρηματοδοτηθούν επενδύσεις ύψους περίπου 30 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα δάνεια θα αντιστοιχούν σε 13 δισ. ευρώ και τα οποία θα παρέχονται με πολύ ελκυστικούς όρους.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, μιλώντας στην εκδήλωση σημείωσε: «θα πρέπει να βρεθεί η χρηματοδότηση για το 50% της επένδυσης είτε από ίδια κεφάλαια του επιχειρηματία είτε από κάποιο τραπεζικό ίδρυμα είτε από άλλο φορέα. Πιστεύω πως ο πιο συχνός χρηματοδοτικός φορέας θα είναι το τραπεζικό σύστημα. Οπότε οι επιχειρήσεις θα πρέπει να συνεργαστούν με τις τράπεζες πάνω σε συγκεκριμένα χρηματοδοτικά πλάνα, να οριστεί η συμμετοχή των ιδίων κεφαλαίων, το ποσοστό τραπεζικής χρηματοδότησης που θα κυμαίνεται στο 30-40%, ώστε το υπόλοιπο να καλυφθεί από το Δημόσιο». Ο κ. Καραβίας υπογράμμισε ότι πριν την πανδημία η 10ετής κρίση που βίωσε η χώρα οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο αποεπένδυση, καθώς χάθηκαν επενδύσεις 100 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα επίπεδα του 2009.
Από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της Grant Thornton, Βασίλειος Καζάς, υπογράμμισε τη σημασία του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. «Η κρίσιμη παράμετρος είναι το upscaling των ελληνικών επιχειρήσεων. Θα χρειαστούν στοχευμένα κίνητρα για επιχειρήσεις που θα μπορούν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεθνοποιημένο περιβάλλον. Σίγουρα τέτοιες προτάσεις έχουν ενσωματωθεί στο σχέδιο του υπουργείου. Το 99% του ελληνικού επιχειρείν είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το 48% αυτών απασχολούν λιγότερα από 9 άτομα. Οπότε καταλαβαίνετε ότι η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητά τους είναι πολύ χαμηλή. Θα πρέπει να επενδύσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Και ίσως μέσω microfinancing να δώσουμε δυνατότητα για πρόσβαση στο δανεισμό σε κάποιους που δεν έχουν τα τυπικά κριτήρια για να δανειστούν από τράπεζα, και να δημιουργήσουμε δίκτυα που θα έχουν εξωστρέφεια».