Την «εξίσωση» των νέων πληγμάτων στην πραγματική οικονομία από την έξαρση της πανδημίας και το εύρος των πρόσθετων μέτρων για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων επιχειρεί να λύσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με έκδηλο και έντονο τον προβληματισμό τόσο για το βάθος της ύφεσης όσο και για τα ταμειακά περιθώρια και τις πηγές χρηματοδότησης, καθώς τα lockdown εξαπλώνονται και σκληραίνουν ενώ η Αττική βρίσκεται μια ανάσα από την ολική καραντίνα.
Το ρευστό και απρόβλεπτο σκηνικό για την εξέλιξη της επιδημιολογικής κρίσης και την τελική ζημία στον παραγωγικό ιστό της χώρας και στα δημόσια οικονομικά υποχρεώνει τους επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών να προχωρήσουν σε νέες ασκήσεις επί χάρτου για το ποσοστό της φετινής ύφεσης ανεβάζοντας τον πήχη ψηλότερα από το 8,2% που προβλέπει το προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με πληροφορίες τα νέα στοιχεία για την πορεία νευραλγικών κλάδων της οικονομίας που καταφθάνουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δείχνουν ότι η ύφεση κινείται προς την περιοχή του 9% - 10%. Σημειώνεται ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την συμμετοχή των περιφερειών στο ΑΕΠ δείχνουν ότι στις μέχρι σήμερα περιοχές όπου εφαρμόζεται καθολικο lockdown παράγεται πάνω από το 15% του συνολικού εγχώριου προϊόντος. Αν συνυπολογιστεί και η μερική καραντίνα της Αττικής με το κλείσιμο της εστίασης, ένα σημαντικό κομμάτι της εμπορικής δραστηριότητας έχει «παγώσει» επιτείνοντας τη συρρίκνωση του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την Eurostat ο κλάδος της εστίασης στην Ελλάδα έχει από την υψηλότερη στην Ε.Ε συμβολή στην ιδιωτική κατανάλωση που αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Στη χώρα μας οι δαπάνες των νοικοκυριών για εστίαση ανέρχονται στα 16 δισ. ευρώ το χρόνο, ποσό που αντιστοιχεί στο 9% του ΑΕΠ, ενώ στον κλάδο της εστίασης δραστηριοποιούνται πάνω από 80.000 επιχειρήσεις που απασχολούν περίπου 330.000 εργαζόμενους.
Ωστόσο ο φόβος και ο τρόμος του οικονομικού επιτελείου είναι το ενδεχόμενο να επαναληφθεί στην Αττική το μοντέλο του περασμένου Μαρτίου, πράγμα που θα εκτροχίαζε την ύφεση, καθώς το μερίδιο της στο συνολικό ΑΕΠ ανέρχεται στο 47%. Με βάση τους υπολογισμούς των οικονομολόγων στοχευμένο lockdown στην Αττική «κοστίζει» 600 εκατ. ευρώ για 15 ημέρες και 1,2 δισ. ευρώ για ένα μήνα, ενώ αν επιβληθεί γενικευμένη καραντίνα για 15 ημέρες η ζημία διαμορφώνεται σε 1 δισ. ευρώ και στα 2 δισ. ευρώ για ένα μήνα.
Παράλληλα, το ομιχλώδες σκηνικό για την πορεία της πανδημίας το επόμενο έτος βάζει στο τραπέζι των συζητήσεων το δυσμενές σενάριο του υπουργείου Οικονομικών για προσγείωση του ρυθμού ανάπτυξης στο 4,5% έναντι 7,5%, ενώ υπάρχουν προβλέψεις και για συνέχιση της ύφεσης σε ενδεχόμενο υποτροπιασμού της πανδημία. Μάλιστα στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προϊδεάζουν για αλλαγές στα βασικά μεγέθη του προσχεδίου του προϋπολογισμού στο τελικό κείμενο που θα κατατεθεί στη Βουλή το Νοέμβριο.
Πέραν της ύφεσης, έντονη είναι η ανησυχία και στο δημοσιονομικό μέτωπο, καθώς το κόστος για το Δημόσιο ακόμα και από τα στοχευμένα lockdown είναι σημαντικό, ενώ ο λογαριασμός θα ανέβει κατακόρυφα σε ενδεχόμενο γενικευμένης καραντίνας. Υπενθυμίζεται ότι το συνολικό κόστος για τα δημόσια ταμεία από το περασμένο lockdown μέσω της αύξησης των δαπανών και των φορολογικών ρυθμίσεων ξεπέρασε τα 14 δις. ευρώ.
Το πρόβλημα είναι ότι οι νέες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις για τη στήριξη της οικονομίας θα πρέπει να καλυφθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη δεξαμενή των ταμειακών διαθεσίμων, αφού η εισροή πόρων από τα κοινοτικά ταμεία καθυστερεί. Όμως τα περιθώρια για τη χρήση του «μαξιλαριού» είναι συγκεκριμένα και περιορισμένα με δεδομένη την κυβερνητική γραμμή να διαφυλαχθούν «ως κόρη οφθαλμού» για έκτακτες ακραίες καταστάσεις και σε καμία περίπτωση η στάθμη της δεξαμενής να μην πέσει κάτω από ένα επίπεδο, καθώς κάτι τέτοιο θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στις προοπτικές της οικονομίας και τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που κινείται στο 200% του ΑΕΠ.