Τις εννέα τάσεις που θα χαρακτηρίσουν τη κατανάλωση τροφίμων την ερχόμενη δεκαετία κατέγραψε σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 10ου συνεδρίου του Ινστιτούτου.
«Τα 9 trends για το 2030» στο πεδίο της διατροφής αναδεικνύουν ότι οι καταναλωτές του μέλλοντος θέτουν σε υψηλή προτεραιότητα τις υγιεινές επιλογές και την εναλλακτική φυτική διατροφή, ενημερώνονται για τις πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης που ακολουθούν οι εταιρείες παραγωγής, αναζητούν νέες γεύσεις, στρέφονται στα γρήγορα γεύματα ενώ προβάλουν τις διατροφικές τους επιλογές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πιο αναλυτικά, στο πλαίσιο της πανελλαδικής έρευνας που διεξήχθη τον Σεπτέμβριο, η πρώτη τάση αφορά στην χορτοφαγία, η οποία εάν και περιορισμένη βαίνει αυξανόμενη στην εγχώρια αγορά. Συγκεκριμένα από την έρευνα προέκυψε ότι μόνο το 6% των συμμετεχόντων δήλωσαν χορτοφάγοι, ωστόσο 6 στους 10 ανέφεραν ότι έχουν αυξήσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών για να βελτιώσουν την υγεία τους. Το βασικότερο κανάλι για τις χορτοφαγικές επιλογές αναδεικνύεται, σύμφωνα με την έρευνα, η λαϊκή αγορά με ποσοστό 35% ενώ τα σούπερ μάρκετ ακολουθούν με 33%.
Μεταξύ των πεδίων που πρέπει να εστιάσει η βιομηχανία και η λιανική για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των χορτοφάγων καταναλωτών είναι η σαφής ένδειξη στο κατά πόσο ένα προϊόν ενδείκνυται για χορτοφάγους (με το 81% των χορτοφάγων να δηλώνει ότι είναι σημαντικό να γνωρίζει εάν μπορεί να καταναλώσει κάποιο προϊόν) ενώ το 73% εκτιμά ότι οι φυτικές εναλλακτικές στα ζωικά συστατικά είναι πιο υγιεινές. Αξίζει να επισημανθεί ότι η χορτοφαγία δεν αποτελεί απλά ένα παγκόσμιο καταναλωτικό trend αλλά αναδεικνύεται σε ιδεολογικό κίνημα, με ευρεία απήχηση στις νεαρές ηλικίες.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται ως δεύτερη τάση η εναλλακτική διατροφή, η οποία έχει ως οδηγό την βελτίωση της υγείας, με τους καταναλωτές να στρέφουν το βλέμμα στις επιλογές που έχουν δημιουργηθεί για να καλύψουν ενδεχόμενες διατροφικές ιδιαιτερότητες όπως δυσανεξία ή αλλεργίες παρόλο που μπορεί να μην εμφανίζουν κάποια τέτοια ανάγκη. Εδώ το «κλειδί» αφορά στο γεγονός ότι τα εναλλακτικά προϊόντα στα μάτια των καταναλωτών εμφανίζονται ως περισσότερο υγιεινές επιλογές.
Η τρίτη τάση αφορά στις νέες γευστικές προτάσεις που διατίθενται στην αγορά. Το 71% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δηλώνει ότι του αρέσει να ανακαλύπτει νέες γεύσεις, όταν στην αγορά των ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 67%. Μάλιστα, σχεδόν 7 στους δέκα εγχώριους καταναλωτές δηλώνει ότι η ποικιλία είναι βασικός παράγοντας επιλογής σημείου πώλησης τροφίμων.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η τέταρτη τάση που εμφανίζεται ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες και αφορά στην στροφή της αντικατάστασης του βασικού γεύματος με σνακ. Το «snacking» φαίνεται να διευρύνει πάρα πολύ την θέση του στις ελληνικές συνήθειες καθώς το 25% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι αντικαθιστά κύρια γεύματα με snack λόγω έλλειψης χρόνου, με την τακτική αυτή να ακολουθείται κατά 32% από την κατηγορία των millennials. Εξίσου σημαντικό ποσοστό της τάξεως του 29% από το σύνολο των ερωτηθέντων στρέφεται στα σνακ για να καλύψει τις ανάγκες για βραδινό.
Στη πέμπτη και έκτη θέση της λίστα με τις ανερχόμενες καταναλωτικές τάσεις περιλαμβάνεται : η στροφή σε πιο αναγνωρίσιμες υγιεινές επιλογές -με το 32% να επιλέγει μόνο μη γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, ίδιο ποσοστό να επιλέγει πάντα προϊόντα ελληνικής παραγωγής και 9% επιλέγει πάντα βιολογικά-, καθώς και η αποφυγή της ζάχαρης που εστιάζεται κυρίως σε ηλικίες άνω των 35.
Αντίστοιχα, η έβδομη και όγδοη τάση κατά κάποιο τρόπο συνδέονται αφού αφορούν το νέο μοντέλο της μαγειρικής μέσω κινητού, δηλαδή αναζήτηση συνταγών και συμβουλών μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στο κομμάτι της προβολής της «δημιουργίας» στο δίκτυο. Ενδεικτικό είναι ότι το 40% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι έχει φωτογραφίσει το φαγητό του την ώρα της παρασκευής του καθώς και στη τελική του μορφή με σκοπό να την ανεβάσει στα social media.
H τελευταία τάση, αλλά ιδιαίτερα σημαντική, αφορά στην βαρύτητα που έχουν αρχίσει να δίνουν οι εγχώριοι καταναλωτές σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, με το 74% των συμμετεχόντων να δηλώνει πιο πιθανό να αγοράσει προϊόντα από εταιρείες που παρέχουν ειλικρίνεια και διαφάνεια για τον τρόπο λειτουργίας τους, ενώ το 42% δηλώνει ότι θα έδινε περισσότερα χρήματα για προϊόντα με μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και αντίστοιχο ποσοστό αναφέρει ότι θα διέθετε μεγαλύτερο ποσό για προϊόντα με φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες.