Έτοιμη να προχωρήσει σε νέες παρεμβάσεις για τη στήριξη της οικονομίας της ευρωζώνης δηλώνει η διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την ώρα που εντείνονται οι ανησυχίες για τα αυξημένα κρούσματα κορονοϊού στην ευρωζώνη, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και για τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό, που έχει περάσει πλέον σε αρνητικό έδαφος και πολύ μακριά από το στόχο της ΕΚΤ (κοντά στο 2%).
Καθώς οι αγορές ανησυχούν για την έντονη ανοδική δυναμική του ευρώ (σήμερα κερδίζει 0,40% έναντι του δολαρίου), που υποσκάπτει την ανάκαμψη της οικονομίας, η ΕΚΤ ξεκαθαρίζει με την ανακοίνωσή της για τη νομισματική πολιτική ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζει τα μέτρα στήριξης που ήδη έχουν αποφασισθεί, αλλά αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο πρόσθετων παρεμβάσεων για να επαναφέρει τον πληθωρισμό πιο κοντά στο στόχο: «Το διοικητικό συμβούλιο εξακολουθεί να είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα του, ανάλογα με την περίπτωση, για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός κινείται προς τον στόχο του με βιώσιμο τρόπο, σύμφωνα με τη δέσμευσή του για συμμετρία», τονίζεται στην ανακοίνωση του συμβουλίου.
Ειδικότερα, στη συνεδρίασή του, το συμβούλιο έλαβε τις ακόλουθες αποφάσεις:
- Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα στο 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα. Το διοικητικό συμβούλιο αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά ή χαμηλότερα επίπεδα έως ότου έχει δει τις προοπτικές πληθωρισμού να συγκλίνουν ισχυρά σε επίπεδο αρκετά κοντά, αλλά κάτω από το 2% εντός του ορίζοντα προβολής του, και αυτή η σύγκλιση αντικατοπτρίζεται με συνέπεια στην υποκείμενη δυναμική του πληθωρισμού.
- Το διοικητικό συμβούλιο θα συνεχίσει τις αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς έκτακτης ανάγκης λόγω της πανδημίας (PEPP) με συνολικό κονδύλιο 1.350 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτές οι αγορές συμβάλλουν στη χαλάρωση της συνολικής στάσης της νομισματικής πολιτικής, συμβάλλοντας έτσι στην αντιστάθμιση του αντίκτυπου της πανδημίας στην προβλεπόμενη πορεία του πληθωρισμού. Οι αγορές θα συνεχίσουν να διεξάγονται με ευέλικτο τρόπο με την πάροδο του χρόνου, σε κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και μεταξύ δικαιοδοσιών. Αυτό επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο να αποτρέψει αποτελεσματικά τους κινδύνους για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Το διοικητικό συμβούλιο θα πραγματοποιήσει καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP έως τουλάχιστον το τέλος Ιουνίου 2021 και, σε κάθε περίπτωση, έως ότου κρίνει ότι η φάση κρίσης του κορονοϊού έχει τελειώσει. Το διοικητικό συμβούλιο θα επανεπενδύσει τις κύριες πληρωμές από τη λήξη χρεογράφων που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP έως τουλάχιστον το τέλος του 2022. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική διάθεση του χαρτοφυλακίου PEPP θα διαχειριστεί για να αποφευχθεί η παρέμβαση στην κατάλληλη στάση νομισματικής πολιτικής.
- Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) θα συνεχιστούν με μηνιαίο ρυθμό 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, μαζί με τις αγορές στο πλαίσιο των πρόσθετων προσωρινών κονδυλίων 120 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το τέλος του έτους. Το διοικητικό συμβούλιο συνεχίζει να αναμένει ότι οι μηνιαίες καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο της εφαρμογής θα διαρκέσουν για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για την ενίσχυση της προσαρμοστικής επίδρασης των επιτοκίων πολιτικής του και θα λήξει λίγο πριν αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Το διοικητικό συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως, τις κύριες πληρωμές από χρεόγραφα που λήγουν που αγοράστηκαν βάσει του APP για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, εν πάση περιπτώσει, για όσο χρειάζεται διατηρούν ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας και άφθονο βαθμό νομισματικής διευκόλυνσης.
- Το διοικητικό συμβούλιο θα συνεχίσει επίσης να παρέχει άφθονη ρευστότητα μέσω των πράξεων αναχρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, η τελευταία πράξη στην τρίτη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III) έχει καταγράψει μια πολύ υψηλή απορρόφηση κεφαλαίων, υποστηρίζοντας τον τραπεζικό δανεισμό σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.