Ισχυρή ζήτηση εκδηλώνεται για την επανέκδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου, το οποίο είχε εκδωθεί τον Ιούνιο, με επιτόκιο 1,5%, με τις προσφορές να φθάνουν στα 16 δισ. ευρώ.
Το βιβλίο προσφορών είχε ανοίξει με αρχικό επιτόκιο στο 1,33% και έχει μειωθεί πλέον στο 1,23%.
Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για άντληση περίπου 1,5 με 2 δισ. ευρώ, καθώς το Δημόσιο επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό κλίμα που επικρατεί στις αγορές ομολόγων.
Σημειώνεται πως στόχος του ΟΔΔΗΧ για φέτος ήταν η έκδοση ομολόγων ύψους 4 δισ. - 8 δισ. ευρώ, ωστόσο μετά την πανδημία το ανώτατο όριο αυξήθηκε στα 9,5 δισ. ευρώ. Ήδη, έχουν αντληθεί από τις αγορές από την αρχή του χρόνου 7,5 δισ. ευρώ.
Όπως ανακοινώθηκε εχθές, εντολή ως Joint Lead Managers για την έκδοση δόθηκε στις Barclays, Citi, IMI-Intesa Sanpaolo, Morgan Stanley, Nomura και Societe Generale.
Όπως ανέφερε νωρίτερα το BD, η έξοδος της χώρας στις αγορές κρίνεται αναγκαία, με δεδομένη τη σημαντική στέρηση των εσόδων, λόγω των μέτρων στήριξης, αλλά και την εκτίμηση ότι η «πρωτογενής» ζημιά στον προϋπολογισμό ξεπερνά τα 8,5 δισ. ευρώ.
Το οικονομικό επιτελείο βγαίνει στις διεθνείς αγορές με το βλέμμα στραμμένο στο «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων και με την αγωνία στο κόκκινο για τις πηγές χρηματοδότησης των μέτρων στήριξης της οικονομίας από την πανδημία εν μέσω ρευστού σκηνικού.
Εξάλλου, πέρα του νέου πακέτου για την αναχαίτιση της κρίσης από το κορονοϊό θα χρειασθούν περίπου 1,2 δισ. ευρώ για την καταβολή των αναδρομικών για τις κύριες συντάξεις με βάση την απόφαση του ΣτΕ, ενώ ο τρίτος κύκλος της επιστρεπτέας προκαταβολής για την παροχή φθηνών δανείων σε πληττόμενες επιχειρήσεις που αναμένεται να ανοίξει το Σεπτέμβριο θα κοστίσει στα κρατικά ταμεία περισσότερο από 1 δισ. ευρώ.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο πληθαίνουν και εντείνονται οι ανησυχίες ότι η αυξητική τάση των κρουσμάτων ανατρέπει τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις για την έκταση και το είδος των παρεμβάσεων. Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών που παρακολουθούν καθημερινά τις εξελίξεις κάνουν λόγο για «τοπίο στην ομίχλη» καθώς ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει την εξέλιξη της πανδημίας και συνεπώς την έκταση και την ένταση του πλήγματος στον παραγωγικό ιστό της χώρας.