Τις αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης των κρατικών δαπανών, προκειμένου να υπάρξει στήριξη επιχειρήσεων αλλά και νοικοκυριών από το πλήγμα που έχει προκαλέσει η πανδημία, στα δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδας, τονίζει σε ανάλυσή της η Alpha Bank.
Βάσει των μέχρι σήμερα στοιχείων που έχουν ανακοινωθεί αλλά και σύμφωνα με τις προβλέψεις τόσο του οικονομικού επιτελείου όσο και των ευρωπαϊκών θεσμών, η Ελλάδα δεν θα επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί στον προϋπολογισμό του 2020 για χρέος και έλλειμμα, γεγονός πάντως το οποίο δεν επιφέρει κάποια τιμωρία για τη χώρα μας, καθώς υπάρχει ουσιαστική άρση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, σαφώς εξαιτίας του κορονοϊού.
Όπως επισημαίνει στην έκθεσή της η ελληνική τράπεζα, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 5% το 2020 (ως ποσοστό του ΑΕΠ της περασμένης χρονιάς). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την Ελλάδα (OECD Economic Surveys Greece, July 2020), σε περίπτωση δεύτερης έξαρσης της πανδημίας εντός του 2020, το πρωτογενές έλλειμμα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 5,9%. Το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί, επιπλέον, από το ποσό των κοινοτικών κονδυλίων που θα απορροφηθούν εντός του τρέχοντος έτους.
Παράλληλα αναμένεται ότι το χρέος για το 2020 θα ανέλθει σε 196,4% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο από τον αναμενόμενο λόγο χρέους προς ΑΕΠ για το 2020, πριν την έξαρση της πανδημίας (169,3% του ΑΕΠ).
Εντούτοις, παρά τον υψηλό λόγο χρέους στο 2019 και την πρόβλεψη για αύξηση του το 2020, το προφίλ του ελληνικού δημοσίου χρέους παραμένει ευνοϊκό, λαμβάνοντας υπόψιν πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου για τα επόμενα δύο έτη παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (χαμηλότερα του ορίου του 15% του ΑΕΠ), προσεγγίζοντας τα € 18 δις ή 9,5% του ΑΕΠ, καθώς επίσης και την μεγάλη περίοδο ωρίμανσης του χρέους (μέση σταθμική διάρκεια του χρέους: 20,2 έτη). Επομένως, διαφαίνεται πως ο συνδυασμός ενός ευνοϊκού προφίλ χρέους με χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο: 1,93%, Ιούνιος 2019-20), δύναται να επιτρέψει την άσκηση λελογισμένης αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους μεσοπρόθεσμα. Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορούν και οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες προβλέπουν μείωση του χρέους από το 2021.
Στην έκθεση τονίζεται ακόμη ότι οι κύριες αιτίες απόκλισης του πρωτογενούς αποτελέσματος του Κρατικού Προϋπολογισμού, από τον στόχο του Προϋπολογισμού 2020, στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020, ήταν:
- οι αυξημένες δαπάνες στην κατηγορία των μεταβιβάσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν τις δαπάνες για την αποζημίωση ειδικού σκοπού που καταβλήθηκε σε μισθωτούς και επιστήμονες και το σχήμα της επιστρεπτέας προκαταβολής,
- οι αυξημένες εκροές του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, από τον οποίο χρηματοδοτήθηκαν η αποζημίωση ειδικού σκοπού προς αυτοαπασχολούμενους και επιχειρήσεις, η επιδότηση των τόκων ενήμερων δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η σύσταση του ταμείου εγγυοδοσίας επιχειρήσεων, λόγω της πανδημίας του COVID-19, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Επιπλέον, αναμένεται να ενεργοποιηθούν το φθινόπωρο τα επιπρόσθετα μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, τα οποία ανακοινώθηκαν στις αρχές Ιουλίου και αφορούν στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, συνολικού ύψους Ευρώ 3,5 δισ. Αυτά περιλαμβάνουν τον τρίτο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής, την επέκταση προγραμμάτων στήριξης εργαζομένων (π.χ. «Συν-εργασία»), τη μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, κ.λπ. Επιπροσθέτως, εκτιμάται ότι εντός του Σεπτεμβρίου η Κυβέρνηση θα ανακοινώσει νέο πακέτο μέτρων στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ενώ αναμένεται να ξεκινήσει η καταβολή αναδρομικών συντάξεων, σε συνέχεια σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας από τα μέσα Ιουλίου (Ευρώ 1,4 δισ.).