Σε έναν ακόμη οικονομικό κυκεώνα, μετά τα σοβαρά προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία, εισέρχονται αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς οι πρόσφατες εξελίξεις στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, δημιουργούν εμπόδια στην ομαλή συνέχιση των συναλλαγών και δραστηριοτήτων τους στη γείτονα χώρα.
Ήδη τα τύμπανα του πολέμου έχουν ηχήσει καθώς μετά την ανακοίνωση για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, Βασίλης Κορκίδης, κατέθεσε πρόταση για εμπάργκο σε τουρκικά προϊόντα-υπηρεσίες προς τη γ.σ. της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων.
«Ανεξάρτητα με την επίσημη στάση της χώρας μας, με τις κυβερνητικές και διπλωματικές προσπάθειες τις οποίες ως πολίτες αντιλαμβανόμαστε και σεβόμαστε απόλυτα, προτείνω στη γενική συνέλευση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων να αποφασίσει ένα ψήφισμα διαμαρτυρίας, πως ως επιχειρηματίες δεν εισάγουμε και δεν εξάγουμε στη Τουρκία και ως καταναλωτές δεν αγοράζουμε τα προϊόντα τους με barcode που αρχίζει από 868 και 869».
Παράλληλα, από την πλευρά των εφοπλιστών υπήρξε δια στόματος Ανδρέα Μαρτίνου αντίστοιχη προτροπή να αποκλείσουν την Τουρκία από επισκευές και δεξαμενισμούς.
Οι δυσκολίες για αρκετές εισαγωγικές εταιρείες αλλά και άλλες που έχουν ως υποκατασκευαστές τουρκικές βιομηχανίες είναι μεγάλες, όπως τονίζουν πηγές της αγοράς στο BD, καθώς μετά την νεκρή περίοδο της πανδημίας που λόγω των περιορισμών δεν υπήρξε διακίνηση εμπορευμάτων, τώρα η ένταση των σχέσεων δυσκολεύει ακόμη περισσότερο το τοπίο.
Είναι σίγουρο ότι στο επόμενο διάστημα αρκετές θα είναι οι εταιρείες που θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν την οικονομική τους σχέση με την Τουρκία, ενώ η έξοδος από την συγκεκριμένη αγορά για κάποιες θα είναι μονόδρομος.
Από την άλλη δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τα στοιχεία που παρατίθενται για την Τουρκία και τις μεταξύ μας εμπορικές σχέσεις. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η Τουρκία αποτελεί έναν από τους σημαντικούς εισαγωγείς ελληνικών προϊόντων, και στη σχετική λίστα των εξαγωγών μας βρίσκεται 3η στην κατάταξη, με τις εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων προς την Τουρκία να φτάνουν σε αξία το 1,4 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές μας από την Τουρκία ανέρχονται κοντά στο 1 δισ. ευρώ.
Σήμερα αρκετοί εγχώριοι όμιλοι διαθέτουν παρουσία στην Τουρκία, με δραστηριότητες σε κλάδους όπως η τσιμεντοβιομηχανία, το λιανεμπόριο, την τεχνολογία, τα πλαστικά, τις υπηρεσίες κ.α.
Εδώ και αρκετά χρόνια, η πορεία των ελληνικών εξαγωγών στην Τουρκία εξαρτάται από την πορεία των πετρελαιοειδών, δεδομένου ότι αυτά συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος σε αξία των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας προς τη γείτονα. Το εμπορικό ισοζύγιο στο σύνολο των προϊόντων χωρίς την ενότητα των καυσίμων είναι ελλειμματικό για τα ελληνικά προϊόντα.
Μετά τα καύσιμα, στις ελληνικές εξαγωγές κυρίαρχο είναι το βαμβάκι (πρώτη ύλη για την τουρκική κλωστοϋφαντουργία), ενώ σημαντικές είναι οι ελληνικές εξαγωγές σε βιομηχανικά προϊόντα, πλαστικά, μηχανολογικό και ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, αλουμίνιο και χαλκοσωλήνες.
Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στη Τουρκία έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την πώληση της Finansbank (έναντι 2,7 δισ. ευρώ) από την Εθνική Τράπεζα το 2015 και διαμορφώνεται στα 150 εκατ. ευρώ, έναντι 4,910 δισ. ευρώ το 2015.
Οι ελληνικές εταιρείες με τη σημαντικότερη δραστηριότητα στην Τουρκία είναι:
- Παραγωγή: Τσιμέντου (ΤΙΤΑΝ), Τροφίμων ( CHIPITA), Βιομηχανικών ορυκτών-πυρίμαχων υλικών (ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ), Χρωμάτων (ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΚΡΗΤΗΣ).
- Εμπόριο: Oικοδομικά υλικά, Προϊόντα Αλουμινίου (ΑΛΟΥΜΙΛ), Μονωτικά υλικά (ISOMAT), Πλαστικοί σωλήνες (PALAPLAST), Πλαστικοί σωλήνες άρδευσης (EURODRIP), Ανελκυστήρες (KLEEMANN), Καπνός και τσιγάρα (ΚΑΡΕΛΙΑ ΑΕ).
- Άλλες υπηρεσίες: Πληροφορική (INTRAKOM, INTELLI SOLUTIONS), Ηλεκτρονικά τυχερά παιχνίδια (INTRALOT), Σύμβουλοι Επιχειρήσεων (GENECOR, EVDEMON).
Οι συνολικές ελληνικές εξαγωγές στην Τουρκία, σύμφωνα με την ίδια έκθεση το 2019, παρουσίασαν μείωση -3% και ανήλθαν σε 1.974 εκατ. έναντι 2.035 εκατ. ευρώ το 2018. Αντιθέτως, οι εξαγωγές μη συμπεριλαμβομένων των καυσίμων -πετρελαιοειδών σημείωσαν αξιόλογη αύξηση κατά 17,14% ανερχόμενες σε 875 εκατ. ευρώ.