Το βαθύ χάσμα ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου ανέδειξαν οι δραματικές διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες για το Ταμείο Ανάκαμψης, οι οποίες παρέμεναν σε αδιέξοδο μέχρι αργά χθες το βράδυ ακόμη και μετά τη νέα συμβιβαστική πρόταση του προέδρου του ευρωπαϊκού συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, μέσω της οποίας συρρικνώθηκαν ακόμη περισσότερο οι επιχορηγήσεις από το υπό ίδρυση ταμείο.
Μέχρι αργά παρέμεναν ανοιχτά δύο σενάρια για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, δηλαδή να γίνει μία ύστατη προσπάθεια σήμερα για να επιτευχθεί το αδύνατο, όπως είπε χαρακτηριστικά και ο Σαρλ Μισέλ, ή να προσπαθήσουν οι ηγέτες να καταλήξουν σε συμφωνία σε μία νέα σύνοδο ακόμη και μέσα στον Αύγουστο, δηλαδή στο μήνα του έτους όπου κατά παράδοση οι υπηρεσίες των Βρυξελλών σταματούν να λειτουργούν λόγω των θερινών διακοπών.
Στην εξέλιξη των συζητήσεων και αφού έπεσαν στο τραπέζι δύο διαδοχικές συμβιβαστικές προτάσεις από τον Μισέλ φάνηκε ότι το ζήτημα που διχάζει από τη μία πλευρά 22 χώρες μέλη και από την άλλη τις λεγόμενες τέσσερις «φειδωλές» και την Φινλανδία είναι το συνολικό μέγεθος που θα έχει το νέο Ταμείο Ανάκαμψης και ακόμη περισσότερο το ύψος των κονδυλίων που θα δοθούν ως επιχορηγήσεις και όχι ως δάνεια, τα οποία θα προκαλούσαν μεγάλη επιβάρυνση στις ήδη υπερχρεωμένες και οικονομικά ασθενείς χώρες του νότου.
Σύμφωνα με την αρχική πρόταση στην οποία είχαν συμφωνήσει Γαλλία και Γερμανία, ακολούθως η Κομισιόν και αργότερα ο πρόεδρος του ευρωπαϊκού συμβουλίου στην πρώτη του συμβιβαστική πρόταση, το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να έχει δύναμη πυρός 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα 500 δις θα δοθούν ως επιχορηγήσεις.
Οι τέσσερις «φειδωλές» χώρες, που όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε εκβιάζουν τις υπόλοιπες, επέμεναν να μειωθεί το συνολικό ύψος των πόρων και πάντως να μειωθεί σημαντικά το ποσό που θα δοθεί ως επιχορηγήσεις. Έτσι άρχισε ένα παζάρι, όπου σε διαδοχικές προτάσεις του Μισέλ γίνονταν μειώσεις των ποσών που θα δοθούν ως επιχορηγήσεις για να ικανοποιηθούν οι τέσσερις «φειδωλές» χώρες του Βορρά.
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η πρόταση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που κατατέθηκε χθες το βράδυ προέβλεπε μείωση των επιχορηγήσεων στα 400 δισ. ευρώ, δηλαδή 20% χαμηλότερα από τον αρχικό σχεδιασμό, αλλά και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από την Ολλανδία και την Αυστρία, παρότι η Δανία και η Σουηδία, όπως και η Φιλανδία, εμφανίστηκαν περισσότερο έτοιμες να την αποδεχθούν.
Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε και ο Αυστριακός ομόλογός του, Σεμπάστιαν Κουρτς, αξίωσαν να πέσει ακόμη πιο χαμηλά ο πήχης για τις επιχορηγήσεις στα 350 δισ. ευρώ, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνει δεκτό από τις χώρες του νότου. Για την Ελλάδα για παράδειγμα μία τόσο μεγάλη μείωση, κατά 30%, θα σήμαινε μία απώλεια επιχορηγήσεων περίπου κατά 6 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέση με την αρχική πρόταση της Κομισιόν.
Με τον τρόπο που εξελισσόταν μέχρι χθες το βράδυ η διαπραγμάτευση, όπου οι «φειδωλές» χώρες του Bορρά πετύχαιναν το στόχο τους να μειώνουν όλο και περισσότερο το ποσό των επιχορηγήσεων έγινε ορατός ο κίνδυνος εάν έκλεινε βιαστικά μία συμφωνία με ακόμη περισσότερες παραχωρήσεις προς τις τέσσερις χώρες να κατέληγε το ταμείο ανάκαμψης να γινόταν ένα χρηματοδοτικό εργαλείο λιγότερο φιλόδοξο από τους αρχικούς σχεδιασμούς και ίσως αναντίστοιχο με τις απαιτήσεις που έχει η Ευρωπαϊκή οικονομία και κυρίως οι ασθενέστερες χώρες του νότου σε μία περίοδο ύφεσης ρεκόρ στα μεταπολεμικά χρονικά.
Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο υπογράμμισε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ τονίζοντας σε δήλωση της στο Reuters ότι το ιδανικό θα ήταν η συμφωνία να είναι φιλόδοξη όσον αφορά το μέγεθος και τη σύνθεση του πακέτου περίπου όπως είχε προταθεί αρχικά από την Κομισιόν. «Είναι καλύτερα να συμφωνηθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο ακόμη και αν πάρει αυτό λίγο περισσότερο χρόνο», τόνισε χαρακτηριστικά η Λαγκάρντ, υποδεικνύοντας ουσιαστικά στους ηγέτες να μην βιαστούν να κλείσουν τη συμφωνία σε αυτή τη σύνοδο.
Αυστηρός μηχανισμός έγκρισης, δικαίωμα βέτο
Στο δεύτερο μεγάλο θέμα αυτής της συνόδου, το οποίο είχε ξεσηκώσει έντονες αντιδράσεις από τους ηγέτες του ευρωπαϊκού Νότου, οι «φειδωλοί» του Βορρά φαίνεται ουσιαστικά να έχουν κερδίσει τη μάχη. Εξαρχής επέμεναν, με πρώτο τον Ολλανδό πρωθυπουργό, ότι θα πρέπει να υπάρχει δικαίωμα βέτο στις εγκρίσεις των προγραμμάτων που θα εφαρμόσουν όσες χώρες λάβουν κονδύλια από το ταμείο ανάκαμψης.
Ουσιαστικά αυτό έγινε δεκτό, αφού η σχετική συμβιβαστική πρόταση του Μισέλ προβλέπει ένα μηχανισμό έγκρισης με ομοφωνία των προγραμμάτων και των επιμέρους εκταμιεύσεων, βάσει του οποίου, μία χώρα θα μπορεί να προβάλει βέτο και στη συνέχεια να συζητείται το θέμα από τους υπουργούς οικονομικών και τελικά από τους ηγέτες.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός έχει διαφωνήσει βέβαια έντονα με αυτή τη συμβιβαστική πρόταση, άλλα ήδη οι χώρες του βορρά έχουν ένα πολιτικό κέρδος αφού έχει γίνει επί της αρχής δεκτό ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποιου είδους αυστηρή διαδικασία έγκρισης της παροχής κονδυλίων από τα κράτη-μέλη και όχι μία απλούστερη και τεχνοκρατική - μη πολιτική διαδικασία έγκρισης από την Κομισιόν.
Πολιτικό κέρδος για τις τέσσερις «φειδωλές» χώρες συνιστά επίσης το γεγονός ότι ήδη έχει γίνει δεκτή μία μείωση του συνολικού ύψους του κοινοτικού προϋπολογισμού, όπως και το γεγονός ότι έχει επίσης γίνει δεκτό να διατηρηθούν και σε αυτόν τον προϋπολογισμό οι επιστροφές εισφορών προς τις χώρες που είναι καθαροί πληρωτές.