Σημαντικές επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ απαιτούνται για την προστασία των συστημάτων μεταφορών στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έως το 2100, αλλά και για την αποκατάστασή τους μετά από ακραία καιρικά φαινόμενα.
Η άνοδος της θερμοκρασίας, η συχνότερη εμφάνιση καυσώνων, η αύξηση της στάθμης της θάλασσας και τα πλημμυρικά φαινόμενα επιβαρύνουν σημαντικά τα δίκτυα μεταφορών στη Βόρεια Ελλάδα. Αυτό συνεπάγεται αυξημένο κόστος συντήρησης ή αποκατάστασης, ιδιαίτερα λόγω της ύπαρξης μεγάλων αστικών περιοχών, σημαντικών αυτοκινητοδρόμων όπως η Εγνατία Οδός, εκτεταμένου σιδηροδρομικού δικτύου και του αεροδρομίου «Μακεδονία», σύμφωνα με τον δρ Ευάγγελο Μητσάκη, ερευνητή Α' στο Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας και Δικτύων Μεταφορών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΙΜΕΤ/ΕΚΕΤΑ).
Ο δρ Μητσάκης, αναφερόμενος σε μελέτη που εκπονήθηκε στο πλαίσιο ευρύτερου εγχειρήματος της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), εκτιμά ότι το κόστος επαναχάραξης οδικών υποδομών στη Θεσσαλονίκη, ώστε να αντιμετωπιστεί η άνοδος της μέσης στάθμης της θάλασσας, ανέρχεται σε 350 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2030-2100. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε διαφορετικά κλιματικά σενάρια ως προς την ένταση των φαινομένων.
Οι υψηλές θερμοκρασίες και οι καύσωνες επιβαρύνουν περαιτέρω τις υποδομές μεταφορών, αυξάνοντας το κόστος συντήρησης, το οποίο εκτιμάται μεταξύ 1 και 10 εκατ. ευρώ ετησίως έως το 2100, ανάλογα με το κλιματικό σενάριο. Η αποκατάσταση οδικών υποδομών λόγω ακραίων βροχοπτώσεων και δυνητικών πλημμυρών υπολογίζεται ότι θα κοστίσει από 450 έως 700 εκατ. ευρώ τα επόμενα 75 χρόνια. Ωστόσο, η μείωση των παγετών λόγω ανόδου της θερμοκρασίας εκτιμάται ότι θα αποφέρει ετήσια εξοικονόμηση από 220.000 έως 700.000 ευρώ στη συντήρηση των οδικών υποδομών.
Η Θεσσαλονίκη, με κρίσιμες υποδομές κοντά στη θάλασσα, όπως το αεροδρόμιο «Μακεδονία», αναμένεται να αντιμετωπίσει πρόσθετες επιβαρύνσεις στις αεροπορικές μεταφορές, με το σχετικό κόστος να εκτιμάται μεταξύ 250 και 400 εκατ. ευρώ μέχρι το 2100. Αντίστοιχα, οι λιμενικές υποδομές θα χρειαστούν αναβαθμίσεις, όπως ανυψώσεις κρηπιδωμάτων, με κόστος από 5 έως 20 εκατ. ευρώ, ανάλογα με το σενάριο της κλιματικής μεταβολής.
Δύο χρόνια έρευνας και επικαιροποίηση της μελέτης
Η πρώτη μελέτη της ΤτΕ για τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε το 2011 από διεπιστημονική ομάδα. Ο δρ Μητσάκης, μαζί με άλλους ειδικούς στον τομέα των μεταφορών, συμμετείχε στη σχετική τομεακή μελέτη, η οποία επικαιροποιήθηκε στα τέλη του 2021 και παρουσιάστηκε πρόσφατα στο 12ο Διεθνές Συνέδριο για την Έρευνα στις Μεταφορές (ICTR 2025) στη Θεσσαλονίκη.
Όπως σημειώνει ο δρ Μητσάκης, η έρευνα εστίασε σε φαινόμενα όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, οι καύσωνες, οι παγετοί, οι καταιγίδες, οι πλημμύρες και η μεταβολή της ταχύτητας του ανέμου, τα οποία επηρεάζουν τόσο τις χερσαίες όσο και τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. Η Ελλάδα χωρίζεται σε κλιματικές περιοχές που δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις γεωγραφικές, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη στην ανάλυση των επιπτώσεων.
Η μελέτη αποτύπωσε όλα τα συστήματα μεταφορών και τα ενέταξε σε τρία διαφορετικά σενάρια για να αξιολογήσει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ιδιαίτερη πρόκληση αποτέλεσαν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως αυτά που παρατηρήθηκαν πρόσφατα στη Θεσσαλία, καθώς τα υφιστάμενα κλιματικά μοντέλα δυσκολεύονται να τα προβλέψουν με ακρίβεια.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ, εάν δεν ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία μέχρι το 2100 αναμένεται να φθάσει τα 701 δισ. ευρώ.