Ως ευκαιρία για την επίσπευση της ενεργειακής μετάβασης προς καθαρότερες μορφές ενέργειας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που προκαλεί η πανδημία του κοροϊού, υπογραμμίζει σε ειδική ανάλυσή της για τον ενεργειακό τομέα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Όπως τονίζεται,
- Η νέα πανδημία κορονοϊού COVID-19, η οποία μετατρέπεται σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, επηρεάζει άμεσα και έμμεσα και τον ενεργειακό τομέα, με τις πρώτες ενδείξεις να είναι δυσμενείς για την αγορά πετρελαίου, λόγω της παρατεταμένης πτώσης των τιμών και της περιορισμένης ζήτησης. Δεδομένης της υψηλής ενεργειακής εξάρτησής της από τις εισαγωγές, η Ελλάδα θα μπορούσε να επηρεαστεί εν πρώτοις θετικά σε όρους κόστους από τη διαρκή πτώση των τιμών, αλλά αρνητικά από τη μειωμένη ζήτηση.
- Εντούτοις, η τρέχουσα κρίση θα μπορούσε να θεωρηθεί εν τέλει ως μια καλή ευκαιρία για την επίσπευση της ενεργειακής μετάβασης προς καθαρότερες μορφές ενέργειας. Οι επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα φρόντισαν άμεσα για την ασφάλεια του εφοδιασμού κατά τη διάρκεια της νέας πανδημίας. Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ, οι οποίες βαίνουν καλώς εν μέσω κρίσης, μαζί με το φυσικό αέριο αποτελούν βασική πηγή παραγωγής ρεύματος. Η στροφή προς μια οικονομία με λιγότερο λιγνίτη συνιστά την καλύτερη επιβράβευση των μεταρρυθμίσεων στον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα.
- Το Ελληνικό Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος (NECP) θέτει φιλόδοξους ενεργειακούς στόχους, οι οποίοι περιλαμβάνουν εκτός από την περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, υψηλότερα ποσοστά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κατανάλωση και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Σημαντικός κλάδος με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα
Χαρτογραφώντας την ελληνική αγορά ενέργειας, η μελέτη επισημαίνει ότι πρόκειται για έναν από τους τους σημαντικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος έχει καταγράψει σημαντική πρόοδο την τελευταία δεκαετία ως προς την ανάληψη ή/και πραγματοποίηση μεγάλων έργων υποδομής, αλλά και τη θέσπιση πολιτικών που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και την απελευθέρωση των αγορών. Άλλωστε, η Ελλάδα έχει σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, όπως η στρατηγική γεωπολιτική της θέση και οι εδαφοκλιματικές συνθήκες για τη χρήση ΑΠΕ, όπως και μια ήδη ανεπτυγμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, διύλισης πετρελαίου και δικτύου διανομής φυσικού αερίου.
Ο πιο ενεργοβόρος τομέας στην Ελλάδα είναι οι μεταφορές, ο οποίος και απορροφά το 35% της τελικής συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ ακολουθεί η οικιακή κατανάλωση (26%), η βιομηχανία (19%) -χωρίς την ενεργειακή χρήση-, οι εμπορικές και δημόσιες υπηρεσίες (12%) και η γεωργία, αλιεία, δασοκομία (8%).
Σημαντικά βήματα έχουν επιτευχθεί σε σχέση με την αξιοσημείωτα διευρυμένη πλέον διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών, η οποία παραμένει ωστόσο μια μορφή ενέργειας με σχετικά υψηλό κόστος. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έχει μετατοπίσει το ενεργειακό της μείγμα προς τις ΑΠΕ και ειδικότερα προς την ηλιακή και την αιολική ενέργεια. Συγκεκριμένα, οι ΑΠΕ στην ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας υπερδιπλασιάστηκαν το 2018 σε σύγκριση με το 2008, φτάνοντας το 31% της παραγωγής, από 10% το 2008. Το μερίδιο της υδροηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε σε 11% το 2018, από 8% το 2008, ενώ εκείνο της ηλιακής ενέργειας αντιπροσωπεύει το 7% της παραγωγής και της αιολικής το 12%, με το τελευταίο να έχει σχεδόν τριπλασιαστεί μέσα σε μια δεκαετία.
Μείωση 57% στην παραγωγή λιγνίτη
Η χρήση λιγνίτη στην Ελλάδα, το πρωταρχικό και πιο επιβλαβές για το περιβάλλον καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μειώνεται σταθερά και περισσότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής λιγνίτη, παραμένοντας όμως ακόμη σε υψηλά επίπεδα. Η παραγωγή λιγνίτη στην Ελλάδα μειώθηκε σωρευτικά κατά σχεδόν 57% από το 2008 έως το 2019, καθώς αντικαθίσταται σταδιακά από τις ΑΠΕ και το φυσικό αέριο. Αυτή η πτώση ήταν η υψηλότερη μεταξύ των 5 πρώτων μεγαλύτερων χωρών παραγωγών λιγνίτη ΕΕ-28. Ο λιγνίτης ωστόσο εξακολουθεί να είναι το κυρίαρχο καύσιμο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Ως αποτέλεσμα και της μείωσης του λιγνίτη, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σημαντικά, κατά 31% από το 2007 έως το 2017, καταγράφοντας την 3η υψηλότερη μείωση στην ΕΕ-28, με τις κατά κεφαλήν τιμές τους να έχουν συγκλίνει σημαντικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται ενεργειακά σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Η συνολική εξάρτηση, κυρίως πετρελαίου και φυσικού αερίου, από τις εισαγωγές ανήλθε στο 71% στη χώρα (2017), πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (63%), υποδηλώνοντας σχετικά υψηλή ενεργειακή εξάρτηση. Η προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου καλύπτεται σχεδόν εξολοκλήρου από τις εισαγωγές, ενώ η κατανάλωση του τελευταίου έχει υπερδιπλασιαστεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Η αγορά φυσικού αερίου είναι πλήρως απελευθερωμένη, με ποικίλες επενδύσεις και έργα σε εξέλιξη, ενώ στο διυλισμένο πετρέλαιο, τα τέσσερα διυλιστήρια της Ελλάδας (από τα 75 διυλιστήρια ΕΕ-28), έχουν πρωτογενή ικανότητα διύλισης 21,2 εκατ. τόνους/έτος, αντιπροσωπεύοντας το 3,3% της συνολικής ευρωπαϊκής χωρητικότητας.