Στο 0,5% καθόρισε η Τράπεζα της Ελλάδος το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για τη χώρα, που αποτελεί το επίπεδο του επιδιωκόμενου ποσοστού θετικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου.
Η ημερομηνία εφαρμογής θα είναι από την 1η Οκτωβρίου 2026, με την απόφαση να βασίζεται στην τριμηνιαία αξιολόγηση των κυκλικών συστημικών κινδύνων, η οποία δείχνει ότι οι κίνδυνοι στην Ελλάδα για το δ΄ τρίμηνο του 2025 παραμένουν περιορισμένοι, ενώ το συνολικό περιβάλλον κινδύνου χαρακτηρίζεται ουδέτερο.
Όπως επισημαίνεται, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει υπόψη μια σειρά από δείκτες κυκλικού συστημικού κινδύνου, που αφορούν την πιστωτική επέκταση, τη δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα, τις τιμές ακινήτων, τις εξωτερικές ανισορροπίες και την κατάσταση του τραπεζικού τομέα.
Παρότι διαπιστώνεται αρχική συσσώρευση κινδύνων σε επιμέρους τομείς, όπως η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και οι τιμές κατοικιών, δεν εντοπίζεται υπέρμετρη πιστωτική επέκταση.
«Η απόφαση για τον καθορισμό του ποσοστού στο 0,5% αντανακλά ένα ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου και την ανάγκη διατήρησης επαρκούς μακροπροληπτικού χώρου, που θα ενισχύσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μεσοπρόθεσμα», αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η προηγούμενη Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (235/2/07.10.2024) είχε ορίσει το ποσοστό του αποθέματος στο 0,25% για την περίοδο 1 Οκτωβρίου 2025 – 30 Σεπτεμβρίου 2026. Η νέα ρύθμιση έρχεται να διπλασιάσει το επίπεδο του αποθέματος, προσαρμόζοντας σταδιακά τις απαιτήσεις των τραπεζών σε ένα πιο σταθερό οικονομικό περιβάλλον.
Το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας αποτελεί εργαλείο μακροπροληπτικής πολιτικής που στοχεύει στην αποτροπή της υπερβολικής μόχλευσης και της συσσώρευσης συστημικών κινδύνων, συμβάλλοντας στην ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος και στη σταθερότητα του πιστωτικού κύκλου.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών, η ισχυροποίηση των τραπεζικών ισολογισμών και η αναδιάρθρωση μικρότερων τραπεζών δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα πιο ανθεκτικό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, ενισχύοντας την ασφάλεια και τη διαφάνεια του συστήματος.