Νέα μείωση για δεύτερο συνεχόμενο έτος σημείωσε ο αριθμός των πλοίων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Ελλήνων εφοπλιστών. Ειδικότερα, με βάση την εικόνα μέχρι και τις αρχές του φετινού Μαρτίου, ο ελληνόκτητος στόλος αποτελούνταν από 3.968 πλοία, μεταφορικής ικανότητας 340.823.637 τόνων dwt και μεγέθους 199,7 εκατ. τόνων. Σε σχέση με το 2019 καταγράφεται πτώση του αριθμού των πλοίων κατά 49 (από 4.017 που ήταν πέρσι), αλλά σημειώνεται μικρή άνοδος τόσο στην μεταφορική ικανότητα (1,27 εκατ. τόνους), όσο και στο μέγεθος (1,53 εκατ. μετρικοί τόνοι).
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ελληνόκτητος στόλος αποτελεί το 7% του παγκόσμιου στόλου με βάση τον αριθμό των πλοίων, το 15,6% με βάση την μεταφορική ικανότητα και το 13,2% με βάση το μέγεθος του τονάζ. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες ελέγχουν το 26,6% του παγκόσμιου στόλου των δεξαμενόπλοιων, δηλαδή πάνω από το ¼, όπως επίσης και το 14,7% του παγκόσμιου στόλου φορτηγών πλοίων.
Τα παραπάνω στοιχεία που προκύπτουν από την 33η ετήσια έρευνα του φορέα Greek Shipping Cooperation Committee (GSCC), με την συνεργασία της IHS Markit. Σημειωτέον ότι στα παραπάνω στοιχεία έχουν υπολογιστεί και 158 πλοία υπό ναυπήγηση, τα οποία είναι συνολικής μεταφορικής ικανότητας 18,4 εκατ. τόνων και μεγέθους 13 εκατ. τόνων. Εξ αυτών, 61 πλοία είναι δεξαμενόπλοια μεταφοράς αργού πετρελαίου, 11 είναι πλοία μεταφορά χημικών και διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου, 45 είναι δεξαμενόπλοια μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου, 27 είναι φορτηγά πλοία, ενώ 11 είναι πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Όπως σημειώνουν πάντως οι αναλυτές, ο ελληνόκτητος στόλος σημειώνει μια σταθερή αύξηση της μεταφορικής του ικανότητας τα τελευταία 10 χρόνια, με τον αριθμό των πλοίων να παραμένει σχετικά σταθερός (έστω με κάποιες αυξομειώσεις). Πρόκειται για μια σαφή στρατηγική στόχευση των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών, οι οποίες επενδύουν σε όλο και μεγαλύτερα πλοία, τα οποία προσφέρουν μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας και ασφαλώς και υψηλότερα ημερήσια έσοδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010, δηλαδή πριν από μια δεκαετία, ο ελληνόκτητος στόλος αριθμούσε 3.996 πλοία, δηλαδή 28 περισσότερα, αλλά η μεταφορική τους ικανότητα ήταν 258,1 εκατ. τόνοι, ήτοι 32% χαμηλότερα σε σχέση με σήμερα, ή 82,7 εκατ. τόνοι.
Σύμφωνα με την GSCC ένας ακόμα λόγος που παρουσιάστηκε η φετινή μείωση στον αριθμό των πλοίων του ελληνόκτητου στόλου, ήταν οι ασταθείς συνθήκες στη διεθνή ναυλαγορά και οι νέες κανονιστικές νόρμες, οι οποίες επηρέασαν το επενδυτικό πρόγραμμα των Ελλήνων πλοιοκτητών. Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο ο τομέας τον πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, όπου σημειώθηκε ελαφρά άνοδος και στον αριθμό των πλοίων, ως αποτέλεσμα του ότι ο συγκεκριμένος κλάδος προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες, τις οποίες έσπευσαν να εκμεταλλευτούν ορισμένες ελληνικές εταιρείες.
Ένας ακόμα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η συνεχιζόμενη υποχώρηση της ελληνικής «σημαίας», την οποία πλέον υψώνει μόνο το 19,3% του στόλου σε όρους μεταφορικής ικανότητας, ποσοστό που την κατατάσσει στην τρίτη θέση. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η σημαία της Λιβερίας με 22,7%, ενώ ακολουθούν οι Νήσοι Μάρσαλ με 20,3%. Όσον αφορά την μέση ηλικία, αυτή ναι μεν αυξήθηκε ελαφρώς στα 11,7 χρόνια, αλλά είναι ακόμα αισθητά χαμηλότερα σε σχέση με τα 14,1 έτη, που είναι η μέση ηλικία του παγκόσμιου στόλου.