ΓΔ: 1390.25 -0.88% Τζίρος: 130.99 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:24:59 DATA
Τράπεζα της Ελλάδος
Φωτο: Τράπεζα της Ελλάδος

ΤτΕ: Ενισχυμένη η κερδοφορία των τραπεζών, «αγκάθι» τα κόκκινα δάνεια

Ξεπέρασαν τα 2 δισ. τα κέρδη του τραπεζικού τομέα στο α' εξάμηνο. Παραμένει πρόβλημα το υψηλό επίπεδο των ΝPLs, η αύξηση των οποίων οφείλεται και σε ένταξη σε αυτά δανείων με εγγύηση του Δημοσίου.

Θετική είναι η συνολική εικόνα των ελληνικών τραπεζών, όπως αυτό καταγράφηκε και από τις ανακοινώσεις των μεγεθών τους για το α' εξάμηνο του έτους, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην έκθεση για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα. 

Σύμφωνα με την ΤτΕ ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές διαταραχές και να επιτελέσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο, ένα, όμως, από τα αγκάθια που παραμένει είναι αυτό των «κόκκινων» δανείων, τα οποία σημείωσαν έστω και ήπια αύξηση κατά τη διάρκεια του β' τριμήνου.

Η πορεία κερδοφορίας και ρευστότητας

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 1,9 δισεκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν καθοριστικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα των υψηλών βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η μείωση των προβλέψεων για πιστωτικό κίνδυνο.

Αναλυτικότερα, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζικών ομίλων αυξήθηκαν κατά 10,8% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023. Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 11,4% καθώς ευνοήθηκαν από τη σημαντική αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 έως το Σεπτέμβριο του 2023, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο. Αντίστοιχα, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 15,9%, με θετική συμβολή των εσόδων από πράξεις πληρωμών και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα έσοδα από κύριες τραπεζικές εργασίες (δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες) αυξήθηκαν κατά 12,2%. Αυξημένα ήταν και τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις το πρώτο εξάμηνο του 2024, χάρη στα κέρδη από συναλλαγές σε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου και τα κέρδη από παράγωγα και προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου. Αντίθετα, τα λοιπά λειτουργικά αποτελέσματα μειώθηκαν, καθώς επιβαρύνθηκαν από μη επαναλαμβανόμενα έξοδα το πρώτο εξάμηνο του 2024. Το κόστος πιστωτικού κινδύνου (cost of credit risk)8 μειώθηκε σημαντικά το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε 0,7% των δανείων μετά από προβλέψεις. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες και οι δείκτες αποδοτικότη τας του ενεργητικού (Return on Assets - RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity - RoE) των τραπεζικών ομίλων ανήλθαν σε 1,5% και 13,8% αντίστοιχα. 

H κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,4% τον Ιούνιο του 2024 από 15,5% το Δεκέμβριο του 2023 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio - TCR) παρέμεινε αμετάβλητος στο 18,8%.Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται του μέσου όρου των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1: 15,8% και TCR: 19,9% τον Ιούνιο του 2024).9 Επίσης, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits - DTCs) ανέρχονταν σε 12,5 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 41% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 44% το Δεκέμβριο του 2023) και το 50% των συνολικών κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 capital, από 53% το Δεκέμβριο του 2023).

Η εικόνα των «κόκκινων» δανείων

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων επιδεινώθηκε οριακά εξαιτίας μη οργανικών παραγόντων. Ειδικότερα, το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) διαμορφώθηκε σε 10,4 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2024, αυξημένο κατά 4,8% ή 476 εκατ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023 με στοιχεία σε ατομική βάση, εντός ισολογισμού. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση στην περίμετρο των ΜΕΔ, μετά από εποπτική απαίτηση, συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. 

Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2024 αυξήθηκε οριακά σε 6,9% από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023, καθώς η πιστωτική επέκταση μετρίασε την αρνητική επίδραση από την αύξηση των ΜΕΔ. Συνεπώς, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%7 ) και οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν. 

Επιπρόσθετα, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 36,4% τον Ιούνιο του 2024. Σημειώνεται ότι μέχρι το τέλος του 2024 αναμένεται σημαντική αποκλιμάκωση του εν λόγω δείκτη για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες με την ένταξη ΜΕΔ του νέου σχήματος που προέκυψε από τη συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής και της Παγκρήτιας Τράπεζας στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής”. 

Δείτε εδώ την πλήρη έκθεση.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤτΕ: Μειωμένη η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια στο γ' τρίμηνο 2024

Όπως σημειώνει η τράπεζα, υψηλά επιτόκια αλλά και το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» ήταν οι βασικές αιτίες για την υποχώρηση της ζήτησης. Αμετάβλητα τα κριτήρια για επιχειρηματικά - στεγαστικά δάνεια.
Τράπεζα της Ελλάδος
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤτΕ: Ο ανταγωνισμός μείωσε τα περιθώρια των τραπεζών το β΄τρίμηνο 2024

Σύμφωνα με την έρευνα των τραπεζικών χορηγήσεων για το β' τρίμηνο 2024 της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά το β΄ τρίμηνο του 2024, τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) παρέμειναν αμετάβλητα.