Θέμα με σοβαρές οικονομικές προεκτάσεις ανακίνησε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας από το οικονομικό επιτελείο την επαναφορά των Δώρων (13ου και 14ου μισθού) στον δημόσιο τομέα, παρότι με απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν κριθεί από το 2019 ως συνταγματικές οι περικοπές και έχει ανατραπεί προηγούμενη αντίθετη απόφαση του ΣΤ΄ τμήματος του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.
Οι οικονομικές προεκτάσεις εστιάζονται στο σκέλος της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που θα μπορούσε να προκύψει από μια τέτοια πρωτοβουλία και οι οποίες εκκινούν από τα 1,2 και φτάνουν έως και το αστρονομικό ποσό των 4,8 δισ. ευρώ!
Σε κάθε περίπτωση, εκτός από τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, στην «ουρά» περιμένουν και οι συνταξιούχοι, που έχουν δικαστικές διαμάχες εν εξελίξει, από την έκβαση των οποίων κρίνεται εν πολλοίς το ύψος της δημοσιονομικής επιβάρυνσης. Πρόκειται για αγωγές που έχουν γίνει εδώ και πάνω από μια δεκαετία και με τις οποίες χιλιάδες συνταξιούχοι διεκδικούν να λάβουν ως αναδρομικά ποσά που τους αναλογούν από περικοπές σε επικουρικές συντάξεις, αλλά και από κατάργηση των Δώρων σε κύρια και επικουρική σύνταξη.
Σε ό,τι αφορά την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε με στελέχη της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών.
Όπως τονίστηκε σχετικά, «ο θεσμός των δώρων, που εξακολουθεί να ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει να παραμείνει ζωντανός και στον δημόσιο. Αντικατοπτρίζει υπερεκατονταετείς αγώνες και κατακτήσεις των εργαζομένων που δόθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Το αίτημά μας είναι δίκαιο και απαιτείται μια ευρύτερη κοινωνική στήριξή του». Για το λόγο αυτό η Ένωση ζήτησε εκ νέου συνάντηση με τον αρμόδιο υπουργό.
Όλα αυτά ενώ επίκειται η κρίσιμη απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), από την οποία θα ξεκαθαρίσει εάν θα λάβουν αναδρομικά ποσά οι συνταξιούχοι, για τις περικοπές που υπέστησαν στις επικουρικές συντάξεις τους, αλλά και για την κατάργηση δώρων, κύριας και επικουρικής σύνταξης. Πρόκειται για παρεμβάσεις που έχουν περιοριστεί από τη δικαστική εξουσία στο 11μηνο (Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016). Οι αγωγές που έχουν γίνει αφορούν περίπου 370.000 συνταξιούχους και η απόφαση του ΑΕΔ αναμένεται να εκδοθεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Στην περίπτωση που επανέλθει το προ μνημονίων καθεστώς καταβολής 13ου και 14ου μισθού, η εκτίμηση συνδικαλιστικών στελεχών της ΑΔΕΔΥ είναι ότι το κόστος θα ανέλθει στα 1,2 δισ. ευρώ, ετησίως. Άλλα 250 εκατ. ευρώ ετησίως, προκύπτουν λόγω της διεκδίκησης της ΑΔΕΔΥ, που έχει καταφύγει στα αρμόδια δικαστήρια, διεκδικώντας τα ποσά που προκύπτουν από την «παγωμένη» μισθολογική διετία (2016 – 2017).
Την ίδια στιγμή, οι 370.000 συνταξιούχοι που έχουν υποβάλλει αγωγή κατά του Δημοσίου, διεκδικώντας τα ποσά που θεωρούν ότι τους αναλογούν, λόγω περικοπής δώρων σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, αλλά και εξαιτίας μειώσεων στις επικουρικές, εάν δικαιωθούν θα στοιχίσουν περίπου άλλα 750 εκατ. ευρώ, ώστε να εξοφληθούν από τον ΕΦΚΑ.
Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει επαναλάβει σε όλους τους τόνους ότι θα σεβαστεί οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, αποτελεί ζητούμενο εάν υπάρξει θετική έκβαση στις αγωγές των συνταξιούχων, αν θα επεκταθεί στο σύνολό τους. Στη δεύτερη περίπτωση, μια σχετική πολιτική απόφαση, θα επιφέρει πρόσθετη επιβάρυνση στα Δημόσια Οικονομικά, που ανέρχεται στα επίπεδα των 2,6 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι μπορεί η χώρα να βρίσκεται σε μεταμνημονιακή περίοδο, αλλά οι υποχρεώσεις – δεσμεύσεις της παραμένουν αναλλοίωτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμφωνία ρύθμισης του χρέους περιλαμβάνει την προϋπόθεση κάθε έτος η Ελλάδα να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα που θα ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ της χώρας.