Ραντεβού τα Χριστούγεννα δίνουν οι ανέπαφες πληρωμές στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η υπηρεσία Tap ‘n Pay, που ξεκίνησε πιλοτικά στα τέλη του περασμένου Απριλίου από τις λεωφορειακές γραμμές express του αεροδρομίου, επεκτείνεται σε όλα τα μέσα από τις 23 Δεκεμβρίου.
Οι ψηφιακές «πύλες» άνοιξαν για τα μέσα της πρωτεύουσας το 2017, με την είσοδο του ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Χρειάστηκαν όμως σχεδόν επτά χρόνια για να περάσουμε στην επόμενη φάση, της πληρωμής με κάρτα ή «έξυπνο» κινητό, που στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Λονδίνο και το Παρίσι, αποτελεί κεκτημένο ετών.
Την πλήρη εφαρμογή του Tap ‘n Pay σε όλα τα σημεία εισόδου του δικτύου, συμπεριλαμβανομένων λεωφορείων, τρόλεϊ, μετρό και τραμ, από τις 23 Δεκεμβρίου 2024, ανακοίνωσε, μιλώντας στην ημερίδα του Υπερταμείου στη ΔΕΘ, ο διευθύνων σύμβουλος του ΟΑΣΑ, Γιώργος Σπηλιόπουλος. Αυτό σημαίνει ότι οι επιβάτες, πέρα από το κλασικό εισιτήριο και την ATH.ENA Card, θα μπορούν να περνούν την τραπεζική κάρτα ή το ψηφιακό πορτοφόλι τους πάνω από τα επικυρωτικά μηχανήματα για να μπουν στα ΜΜΜ. Συμπεριλαμβάνονται κάρτες πληρωμών που έχουν εκδοθεί από εξουσιοδοτημένα ιδρύματα.
Αυτή η εξέλιξη, όπως σημείωσε ο κ. Σπηλιόπουλος, αποτελεί ένα προπομπό για να περάσουν οι αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας στη σφαίρα του Mobility as a Service (MaaS), που θα προσφέρει στους χρήστες περισσότερες δυνατότητες. Πρόκειται για το μέλλον των βιώσιμων μετακινήσεων στα αστικά κέντρα, καθώς συγκεντρώνει σε μία εφαρμογή όλες τις επιλογές μετακίνησης, δίνοντας τη δυνατότητα βέλτιστου σχεδιασμού μίας διαδρομής με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Από τις δημόσιες συγκοινωνίες ως κοινόχρηστα πατίνια, ποδήλατα, car sharing, car pooling, χώρων στάθμευσης για Ι.Χ. και με δυνατότητα κράτησης ενιαίου πακέτου.
Εντείνονται οι έλεγχοι για εισιτηριοδιαφυγή
Παρότι το e-ticket έδωσε μία ανάσα στα έσοδα των συγκοινωνιακών φορέων, η εισιτηριοδιαφυγή παραμένει πληγή, με κύρια πηγή τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ. Αν και τα διαφυγόντα έσοδα δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ακρίβεια, το καταγεγραμμένο ποσοστό της εισιτηριοδιαφυγής (βάσει των διενεργηθέντων ελέγχων) εκτιμάται περί το 10% για τα μέσα μαζικής μεταφοράς της πρωτεύουσας, με το μετρό να περιορίζεται σε ένα 5% στη βάση των βεβαιωμένων παραβάσεων.
Στη μάχη κατά της εισιτηριοδιαφυγής στα μέσα σταθερής τροχιάς, όπως είπε στην ίδια εκδήλωση ο διευθύνων σύμβουλος της ΣΤΑ.ΣΥ., Αθανάσιος Κοτταράς, οι έλεγχοι από 150 χιλιάδες μηνιαίως πριν δύο χρόνια, έχουν φτάσει σήμερα κοντά στους 450 χιλιάδες, αυξημένοι δηλαδή κατά 173%. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις πρόσφατα δημοσιευθείσες οικονομικές καταστάσεις για το 2023, τα έσοδα από πρόστιμα αυξήθηκαν κατά 44,61%.
Η προσπάθεια αντιμετώπισης της εισιτηριοδιαφυγής αναμένεται να ενισχυθεί το επόμενο διάστημα, καθώς εκτιμάται ότι έχει εισφέρει σημαντικά στη βελτίωση των εσόδων της εταιρείας, καθώς η επιβατική κίνηση αυξήθηκε μεν κατά 16,5% αλλά η άνοδος των εσόδων ήταν ψηλότερα στο 20,2%.
Παραμένει σημαντικός ο αντίκτυπος της ενέργειας
Όπως δείχνουν οι οικονομικές καταστάσεις, το 2023 ο κύκλος εργασιών της εταιρείας διαμορφώθηκε στα 129,4 εκατ. ευρώ έναντι 110,39 εκατ. ευρώ το 2022. Βάσει των πωλήσεων, τα συνολικά έσοδα από εισιτήρια και κάρτες, χρονικές και ετήσιες, ανήλθαν στα 80,08 εκατ. ευρώ έναντι των 65,97 εκατ. ευρώ του 2022, καταγράφοντας αύξηση 21,39%.
Παράλληλα, μειώθηκαν οι επιχορηγήσεις κατά 45,86%, στα 42 εκατ. ευρώ από 77,6 εκατ. που ήταν την προηγούμενη χρονιά. Από αυτές όμως, σχεδόν τα μισά, δηλαδή 20,51 εκατ. ευρώ προορίσθηκαν για την αποπληρωμή υποχρεώσεων προς την ΔΕΗ. Συγκεκριμένα, 7,7 εκατ. ευρώ αφορούν επιχορήγηση για αύξηση της τιμής μεγαβατώρας κατά τους δύο τελευταίους μήνες του 2022, και ακόμη 12,74 εκατ. ευρώ, για κάλυψη υποχρεώσεων αύξησης ενεργειακού κόστους κατά το πρώτο οκτάμηνο του έτους.
Βεβαίως, το κόστος ρεύματος αποκλιμακώθηκε κατά 19,24% το 2023, ήτοι 10,3 εκατ. ευρώ, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, οπότε και «χτύπησε» η ενεργειακή κρίση. Το ρεύμα έλξης με το οποίο κινούνται οι συρμοί κόστισε 28,88 εκατ. ευρώ, μειωμένο κατά 22,85% από τα 37,43 εκατ. του 2022. Αντίστοιχα το ρεύμα φωτισμού και πάρκινγκ παρουσίασε μείωση 10,66% και ανήλθε στα 14,08 εκατ. ευρώ έναντι 15,76 εκατ. το 2022. Παρόλα αυτά, το κόστος ενέργειας παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τα 22 εκατ. ευρώ ετησίως που κυμαινόταν πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία.