Δικαιώνονται, μέχρι στιγμής, όσοι πλοιοκτήτες επέλεξαν να εγκαταστήσουν συστήματα πλυντηρίδων (scrubbers) στα πλοία τους, προκειμένου να συμμορφωθούν με το νέο, υποχρεωτικό κανονισμό του Παγκόσμιο Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO), βάσει του οποίου από τις αρχές του 2020, όλα τα πλοία θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα φιλικότερα προς το περιβάλλον ναυτιλιακά καύσιμα, με περιεκτικότητα θείου 0,5% από 3,5% που ίσχυε μέχρι το τέλος του 2019.
Ωστόσο, με δεδομένο το υψηλότερο κόστος των εν λόγω καυσίμων, αρκετοί πλοιοκτήτες, ιδίως, όσοι διαθέτουν μεγαλύτερα πλοία (ώστε να δικαιολογείται και το ύψος της επένδυσης), επέλεξαν να εγκαταστήσουν συστήματα πλυντηρίδων, τα οποία καθαρίζουν τους εκπεμπόμενους ρύπους, προτού αυτοί εκλυθούν στην ατμόσφαιρα. Τα κατάλοιπα που προκύπτουν από την διαδικασία αυτή συγκεντρώνονται σε ειδικά δοχεία στο πλοίο, τα οποία στη συνέχεια μπορούν να μεταφερθούν σε ειδικές εγκαταστάσεις υποδοχής σε μεγάλα λιμάνια του εξωτερικού. Εφόσον ένα πλοίο είναι εξοπλισμένο με ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα πιο ρυπογόνα και φθηνότερα ναυτιλιακά καύσιμα.
Το τελευταίο όμως διάστημα εκφράστηκαν ανησυχίες για την ορθότητα της χρήσης πλυντηρίδων. Αιτία είναι ότι μειώθηκε κατά σχεδόν 65% η διαφορά ανάμεσα στα ακριβότερα καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο και τα φθηνότερα συμβατικά καύσιμα. Από τις αρχές του έτους και μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, η πτώση αυτή περιόρισε την διαφορά σε περίπου 108 δολάρια/τόνο, μειώνοντας αντίστοιχα και το πιθανό οικονομικό όφελος για τον πλοιοκτήτη. Ωστόσο, όπως σημειώνουν αναλυτές του κλάδου, η εν λόγω εξέλιξη δεν αποτελεί λόγω προβληματισμού, καθώς ο χρόνος απόσβεσης του κόστους ενός scrubber είναι πολύ μικρός, 6-12 μήνες.
Παράλληλα, ανεξάρτητα από τη χρήση του πλοίου, το οικονομικό όφελος για τον εφοπλιστή είναι δεδομένο. Αν για παράδειγμα το πλοίο ναυλώνεται στη spot αγορά, δηλαδή για συγκεκριμένο ταξίδι τη φορά, ο πλοιοκτήτης είναι υπεύθυνος για τα λειτουργικά του έξοδα, μεταξύ των οποίων φυσικά και τα καύσιμα, γεγονός που εκτιμάται ότι θα επιτρέψει στις ναυτιλιακές εταιρείες να χρεώσουν περισσότερα χρήματα, λόγω ακριβώς της διαφοράς ανάμεσα στους επιμέρους τύπους καυσίμων. Ακόμα όμως κι αν το πλοίο είναι ναυλωμένο από κάποιον ναυλωτή, ο πλοιοκτήτης απολαμβάνει έως και 20.000 δολάρια/ημερησίως μεγαλύτερο ναύλο, ακριβώς επειδή ο ναυλωτής θα μπορεί να χρησιμοποιεί τα φθηνότερα καύσιμα, μειώνοντας το λειτουργικό του κόστος.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ελληνικής ναυτιλιακής εταιρείας, η οποία επωφελείται ήδη από την ευρεία χρήση πλυντηρίδων στον στόλο της είναι η εισηγμένη Star Bulk του κ. Πέτρου Παππά. Σήμερα, η Star Bulk διαθέτει 108 πλοία και έχει εκπονήσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εγκατάστασης πλυντηρίδων, καθώς εκτός από τα πλοία όπου έχει ήδη τοποθετήσει τέτοια συστήματα, έχει παραγγείλει επιπλέον 22 scrubbers. Σε πρόσφατη ανάλυσή της, η Deutsche Bank ανέφερε ότι όσοι πλοιοκτήτες έχουν εγκαταστήσει τέτοια συστήματα στα πλοία τους, αναμένεται να επωφεληθούν σημαντικά, χάρις στο γεγονός ότι θα διατηρήσουν χαμηλότερο λειτουργικό κόστος.
Ειδικά για την εταιρεία του κ. Παππά, η Deutsche Bank υπολογίζει ότι θα χρησιμοποιήσει πλυντηρίδες για τουλάχιστον 80 από τα πλοία της, χωρίς να αποκλείει το σενάριο η χρήση τους να επεκταθεί στο σύνολο του στόλου. Με βάση αυτήν την παραδοχή, αλλά και εκτιμώντας ότι η διαφορά κόστους ανάμεσα στους διάφορους τύπους καυσίμων θα παραμείνει ως έχει, υπολογίζεται ότι από τα αρχικά 400 εκατ. δολάρια εσόδων που θα έχει η Star Bulk φέτος, είναι πιθανή η εκτίναξή τους σε 750 εκατ. δολάρια, μόνο και μόνο λόγω της χρήσης πλυντηρίδων.
Υπενθυμίζεται ότι το κόστος εγκατάστασης ενός συστήματος scrubber κυμαίνεται μεταξύ 2 και 6 εκατ. δολαρίων, ανάλογα με το μέγεθος του πλοίου και τις προδιαγραφές του εκάστοτε συστήματος. Σύμφωνα με τον μεγαλύτερο ναυλομεσιτικό οίκο παγκοσμίως, τη βρετανική Clarksons, μέχρι τις αρχές του 2020 τέτοια συστήματα είχαν εγκατασταθεί σε 15% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων (με βάση την χωρητικότητα), με το σχετικό ποσοστό να προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σε 19% έως το τέλος του 2020.