Ρυθμό ανάπτυξης 2,5% για την ελληνική οικονομία το 2024 αναμένει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στην επικαιροποιημένη έκθεσή του, ελαφρώς υψηλότερα από το 2,2% που έχει θέσει ως στόχο η ΤτΕ, ενώ παράλληλα δεν θεωρεί ότι η μείωση του ΦΠΑ θα προσφέρει σημαντικά στην αποκλιμάκωση των τιμών, χαρακτηρίζοντας το μέτρο ως ακατάλληλο για την πάταξη της ακρίβειας..
«Όχι» στη μείωση ΦΠΑ
Πρόσφατα έχει εισέλθει στον δημόσιο διάλογο και η προοπτική μειώσεων έμμεσων φόρων, όπως του ΦΠΑ, κυρίως σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης όπως τα τρόφιμα, σημειώνεται στην έκθεση. Το Γραφείο προχώρησε σε ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας που εξετάζει τη διάχυση (pass through) του ΦΠΑ στις τελικές τιμές καταναλωτή. Έπειτα από ενδελεχή ανάλυση πλήθους προϊόντων σε 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις επιπτώσεις που αποφέρουν μεταβολές (αυξομειώσεις) του ΦΠΑ στις τελικές τιμές καταναλωτή, προκύπτουν τρία ενδιαφέροντα ευρήματα.
- Πρώτον, ένα μικρό μόνο μέρος των μειώσεων του ΦΠΑ, περίπου 6%, διαχέεται στις τελικές τιμές και μόνο βραχυχρόνια. Αντιθέτως οι αυξήσεις ΦΠΑ διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου. Επιπλέον, η επαναφορά των συντελεστών ΦΠΑ οδηγεί σε δυσανάλογες αυξήσεις τιμών γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του καταναλωτή.
- Δεύτερον, μετά από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί την μείωση του ΦΠΑ, οι τιμές καταναλωτή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν την μείωση του.
- Τρίτον, οι μειώσεις του ΦΠΑ φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών. Τα πρώτα ευρήματα μελέτης που εστιάζει στο παράδειγμα της Ισπανίας, δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά, σε σχέση με την ισπανική, το Γραφείο εκτιμά ότι η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία. Συνυπολογίζοντας το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για την λύση του δομικού προβλήματος της “ακρίβειας”.
Αντίθετα, το Γραφείο, όπως επισήμανε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους.
Κάλυψη επενδυτικού κενού
Στην έκθεση τονίζεται ότι οι επενδύσεις σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελούν τον βασικό πυλώνα για την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας μακροχρόνια. Οι επενδύσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο καθώς συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων και καλύτερα αμοιβόμενων θέσεων εργασίας. Μέσω των επενδύσεων, διευκολύνεται η ανάπτυξη των υποδομών, η καινοτομία και η τεχνολογική πρόοδος, στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας οικονομίας.
Τονίζει ακόμη ότι στην Ελλάδα υπήρχε μία ισχυρά θετική σχέση παραγωγικότητας της εργασίας και επενδύσεων, η οποία εξασθένησε σε μεγάλο βαθμό από την βαθιά οικονομική κρίση που ξέσπασε διεθνώς το 2008 λόγω της μεγάλης πτώσης των επενδύσεων και συνετέλεσε στην χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Παράλληλα, η σχέση μισθών και παραγωγικότητας, ήταν θετική και παρέμεινε θετική και μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας.
Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό, για το 2023 περίπου 8% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο Ευρωζώνης, απότοκο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Οι αναταράξεις των τελευταίων ετών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η έλλειψη χρηματοδότησης, καθυστερούν την συστηματική έκρηξη επενδύσεων. Είναι επομένως εξαιρετικά κρίσιμο να επιταχυνθεί η διάχυση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να καλυφθεί ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της χώρας. Παράλληλα, με αιχμή του δόρατος το νέο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας.
Με την επιτυχή ολοκλήρωση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων μέχρι το 2026 θα μπορεί κάποιος να ισχυριστεί με μεγαλύτερη ασφάλεια ότι υπήρξε μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που σταδιακά απομακρύνεται από την ιδιωτική κατανάλωση και κατευθύνεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Οι δημοσιονομικές εκτιμήσεις και πληθωρισμός
Το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023, διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους 1,6% του ΑΕΠ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά, για το 2024, έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης 1,2%. Η στρατηγική του ΟΔΔΗΧ για πρόωρη αποπληρωμή μέρους του χρέους ύψους 12 δισ. ευρώ μέσα στο 2024 καθώς και η ανακατανομή του χαρτοφυλακίου του προς μακροχρόνιες ομολογιακές εκδόσεις, εξοικονομεί πόρους από τους τόκους δανεισμού του Ελληνικού δημοσίου συμβάλλοντας στη βελτίωση του ελλείμματος.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου, το ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης το τετράμηνο Ιανουαρίου - Απριλίου του 2024 καταγράφει πλεόνασμα 3.330 εκατ. ευρώ (που ισοδυναμεί με βελτίωση 2.702 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2023). H βελτίωση οφείλεται στους ίδιους παράγοντες που αναφέραμε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν τα αυξημένα έσοδα από (άμεσους και έμμεσους) φόρους που οφείλονται στην αύξηση της απασχόλησης με ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και συντάξεων, στην ισχυρή αύξηση των τουριστικών εσόδων, τα οποία αυξήθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2023 κατά 22% περίπου, στην εν γένει αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και τέλος, αν και λιγότερο για το 2024 σε σχέση με το 2023, στις πληθωριστικές πιέσεις.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, για τον Μάιο 2024, παρατηρούμε ισχυρή αποκλιμάκωση που διαμόρφωσε το μέγεθος του στο 2,4%, σημαντικά χαμηλότερα από αυτό του Απριλίου (3,2%). Σημαντική εξέλιξη αποτελεί και η υποχώρηση για πρώτη φορά από τον Οκτώβριο του 2023 του πληθωρισμού τροφίμων στο 2,3% τον Μάιο, από 4,8% τον Απρίλιο, ο οποίος βρίσκεται πλέον κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,6%).
Το Γραφείο προχώρησε σε ανάλυση του πληθωρισμού του ΑΕΠ στις βασικές συνιστώσες του, για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με τη συνεισφορά του κόστους εργασίας και των κερδών των επιχειρήσεων στην εξέλιξή του ιδιαίτερα από την περίοδο της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία που επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις. Η ανάλυση δείχνει ότι τα κέρδη είχαν υπερδιπλάσια συνεισφορά στην σωρευτική αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ μέχρι το 2024 σε σχέση με το μισθολογικό κόστος.
Η δυναμική των κερδών όμως έχει υποχωρήσει σημαντικά από το πρώτο τρίμηνο του 2023 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024, και κατά αυτό το διάστημα το μερίδιο του μισθολογικού κόστους στον πληθωρισμό ΑΕΠ υπερέχει κατά το διπλάσιο περίπου του μεριδίου των κερδών. Η ανάλυση αυτή παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις είτε για λόγους μειωμένου ανταγωνισμού, είτε λόγω αυξημένης ζήτησης που προήλθε από το αυξημένο απόθεμα αποταμίευσης των νοικοκυριών και τον τουρισμό κατάφεραν να περάσουν τις αυξήσεις του εισαγόμενου κόστους στις τιμές και να ενισχύσουν σημαντικά τα κέρδη τους κυρίως κατά την έντονη φάση των πληθωριστικών πιέσεων.
Η πορεία της οικονομίας
Συμπερασματικά, οι προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας είναι θετικές για το 2024 και αναμένουμε η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί ταχύτερα από την ευρωζώνη.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η σταδιακή απόσυρση της νομισματικής σύσφιξης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η συνέχιση της επιτυχούς απο-επένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τον τραπεζικό κλάδο και η διαφαινόμενη μετάβαση προς την πιστωτική επέκταση, η ενίσχυση του πλαισίου επενδύσεων, και η πολύ ισχυρή αύξηση της τουριστικής κίνησης αναμένεται να δώσουν ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα.
Ωστόσο, το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις παραμένουν. Η ελληνική οικονομία έχει να καλύψει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό ενώ καλείται να διαχειρισθεί και τις μελλοντικές συνέπειες στο περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό από την κλιματική αλλαγή. Για τον λόγο αυτό απαιτείται η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης τόσο βραχυχρόνια όσο και, κυριότερο, μακροχρόνια. ΄
Οσον αφορά το δημοσιονομικό πεδίο, παρόλο που η θετική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού στα δημόσια έσοδα αναμένεται να εκλείψει, το Γραφείο θεωρεί ότι ο στόχος για πρωτογενές αποτέλεσμα 2024 ύψους 2,1% του ΑΕΠ είναι εφικτός υπό την προϋπόθεση της αποφυγής έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και της απαρέγκλιτης τήρησης των στόχων του προϋπολογισμού.