Πιέσεις προς τις Βρυξέλλες ώστε να καταστούν πιο σκληρές με τις πολυεθνικές εταιρείες ζητούν οκτώ χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα οι πολυεθνικές εταιρείες ασκούν πιέσεις προς το λιανικό εμπόριο να έχει διαφορετικές τιμές ανά χώρα σε προϊόντα όπως σοκολάτα και μπισκότα, με το συνολικό κόστος για τους καταναλωτές να υπολογίζεται στα 14 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει, ήδη, στείλει επιστολή προς την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για το συγκεκριμένο θέμα και όπως σημειώνουν οι Financial Times αναφέρει ότι η Ελλάδα και άλλα κράτη μέλη υποφέρουν από «τις αδικαιολόγητα υψηλές τιμές» για επώνυμα βασικά καταναλωτικά αγαθά σε σύγκριση με ορισμένες άλλες χώρες της ΕΕ.
Είπε ότι είναι ζωτικής σημασίας η ευρωζώνη να δείξει στους ψηφοφόρους πριν από τις εκλογές ότι μπορεί «να παρέμβει αποφασιστικά, γρήγορα και αποτελεσματικά προκειμένου να βρεθούν λύσεις σε αυτά τα προβλήματα». Ζήτησε επίσης να απαγορευτεί στις εταιρείες να πωλούν το ίδιο προϊόν με διαφορετικό εμπορικό σήμα σε διαφορετικά κράτη μέλη.
Η Κομισιόν, πάντως, έχει ήδη ξεκινήσει να στρέφει την προσοχή της στις πρακτικές των πολυεθνικών, επιβάλλοντας στη Mondelez πρόστιμο 337,5 εκατ. ευρώ, επειδή περιόρισε τους χονδρέμπορους να αγοράζουν μπισκότα, σοκολάτες και καφέ σε ένα κράτος μέλος, όπου οι τιμές μπορεί να είναι χαμηλές, για να τα πουλήσουν σε ένα άλλο.
Αυτό που βρίσκεται στο στόχαστρο των οκτώ χωρών είναι να υπάρξει τερματισμός των επονομαζόμενων «εδαφικών περιορισμών εφοδιασμού» (ΕΠΑ), σημειώνοντας ότι ουσιαστικά σημαίνει «διαφορετικές τιμές εντός της ΕΕ για πανομοιότυπα προϊόντα».
Οι οκτώ χώρες ζητούν τη ρητή απαγόρευση των συμβάσεων που περιέχουν τέτοιους όρους και την κατάργηση της απαίτησης να παρέχονται μακροσκελείς ετικέτες σε τοπική γλώσσα. Αυτό θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν κωδικό QR που θα μεταφέρει τους πελάτες σε έναν ιστότοπο στη γλώσσα τους.
Έρευνα της ολλανδικής κυβέρνησης διαπίστωσε ότι οι πρακτικές αυτές εφαρμόζονται σε 1 στα 25 προϊόντα, με τιμές κατά μέσο όρο 10 % υψηλότερες από ό,τι στις φθηνότερες αγορές. Μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε 16 κράτη μέλη το 2020 διαπίστωσε ότι κοστίζουν στους καταναλωτές 14,1 δισ. ευρώ ετησίως.