Δεδομένη θεωρεί τη μείωση επιτοκίων κατά 0,25% τον Ιούνιο ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, όπως τόνισε σε συνέντευξή του.
Παράλληλα, όμως, άφησε ανοικτές τις προοπτικές των επόμενων κινήσεων από την τράπεζα, σημειώνοντας ότι υπάρχει ακόμη αρκετά μεγάλη αβεβαιότητα αναφορικά με τον πληθωρισμό και ως εκ τούτου είναι αρκετά νωρίς για να υπάρξουν επαναλαμβανόμενες μειώσεις.
«Ήμασταν πολύ διαφανείς σχετικά με την απόφαση στη συνεδρίαση του Ιουνίου. Και ακολουθούμε μια συνετή προσέγγιση, η οποία θα συνηγορούσε υπέρ μιας μείωσης κατά 25 μονάδες βάσης», σημείωσε για να προσθέσει, όμως, ότι «υπάρχει τεράστιος βαθμός αβεβαιότητας. Δεν έχουμε λάβει καμία απόφαση σχετικά με τον αριθμό των μειώσεων των επιτοκίων ή το μέγεθός τους. Θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα οικονομικά δεδομένα».
Απαντώντας σε ερώτηση για το κατά πόσο η σφιχτή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει δράσει αρνητικά για τις χώρες με υψηλό χρέος, υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς η κατάσταση των οικονομιών τους είναι, πλέον, πολύ διαφορετική σε σύγκριση με την περίοδο τόσο της χρηματοπιστωτικής κρίσης όσο και της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ «η κατάσταση είναι διαφορετική. Οι χώρες που αντιμετώπιζαν προβλήματα μεταξύ 2010 και 2012 - όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία - έχουν τώρα έναν τραπεζικό τομέα που βρίσκεται σε καλύτερη θέση- βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά τους, μείωσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα με ορισμένες από τις χώρες να καταγράφουν ήδη πρωτογενές πλεόνασμα. Η Ιταλία και η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχουν υψηλά ποσοστά χρέους, αλλά οι οικονομίες τους αναπτύσσονται περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν μάλιστα μειωθεί πρόσφατα. Αυτό είναι ένα πολύ καλό σημάδι, καθώς η παρέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά μειώνεται σημαντικά και θα τελειώσει στο τέλος του έτους».