Νέα πτώση καταγράφηκε στη ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος τον Μάρτιο, σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, με αποτέλεσμα οι μονάδες των ΑΠΕ που κατασκευάστηκαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια να παράγουν όλο και περισσότερη ενέργεια που δεν καταναλώνεται.
Πρόκειται για επενδύσεις τόσο στα αιολικά όσο και στα φωτοβολταϊκά πάρκα που έτρεξαν με γρήγορους ρυθμούς ενώ οι νέες πηγές κατανάλωσης ρεύματος αργούν, σε μια αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης που δοκιμάζει τις οικονομικές αντοχές των παραγωγών ενέργειας.
Σύμφωνα με το Μηνιαίο Δελτίο Ενέργειας του ΑΔΜΗΕ, η ζήτηση του ρεύματος τον Μάρτιο μειώθηκε κατά 2,9% ετησίως στις 3.891 γιγαβατώρες (GWh), μετά από πτώση 2,1% (στις 4.011 GWh) τον Φεβρουάριο. Συνολικά, στο πρώτο τρίμηνο του 2024 η ζήτηση ανήλθε σε 12.439 GWh.
Οι ειδικοί κάνουν λόγο για μεταβατική περίοδο της ενεργειακής μετάβασης που παρουσιάζει απρόβλεπτες συνθήκες για τους παραγωγούς η οποία απειλεί ακόμα και τη βιωσιμότητα τους.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της χώρας, οι νέες μορφές πράσινης ενέργειας που μπαίνουν στο δίκτυο της χώρας θα καλύπτουν την ενισχυμένη ζήτηση που θα προέλθει από πηγές όπως η ηλεκτροκίνηση και η χρήση της αντλίας θερμότητας, σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Έως τότε, ωστόσο, η ζήτηση θα υπολείπεται κατά πολύ της προσφοράς. Επίσης, τονίζεται ότι δεν έχει επανέλθει πλήρως ακόμα η κατανάλωση ρεύματος από την ενεργειακή κρίση του 2022 και πολλά νοικοκυριά πλέον χρησιμοποιούν οικιακές συσκευές με υψηλή ενεργειακή απόδοση.
Η περίσσεια προσφορά, μαζί με την έλλειψη αποθηκευτικού χώρου δημιουργούν ένα μείγμα συνθηκών όπου συχνά η παραγόμενη ενέργεια όχι μόνο δεν καταναλώνεται αλλά απορρίπτεται από τον διαχειριστή με στόχο την προστασία του δικτύου.
Σημειώνεται ότι στο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής την περασμένη εβδομάδα, διευρύνεται το περιθώριο που έχει ο διαχειριστής να προχωρήσει σε περικοπές, ακόμα και να βγάλει έξω από το σύστημα ολόκληρη μονάδα ΑΠΕ χωρίς να ενημερώσει τον επενδυτή πότε θα ξαναμπεί. Παραγωγοί κάνουν λόγο για «έλλειψη στρατηγικής» από το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος.
Το χάσμα μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης αυτή τη στιγμή είναι τεράστιο. Στην αιχμή, η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα αγγίζει τα 12.000 MW ενώ η εγκατεστημένη ισχύς ανέρχεται στα 20.000 MW και αναμένεται να φτάσει μέχρι περίπου τα 30.000 MW μέχρι το 2030.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ η ζήτηση εκτοξεύεται το καλοκαίρι λόγω των υψηλών θερμοκρασιών με τη χρήση των κλιματιστικών και την έλευση των τουριστών.
«Το καλοκαίρι αυξάνεται αλλά για πολύ λίγο, στην ουσία δεν κάνει καμία διαφορά στην συνολική εικόνα που αντιμετωπίζει ο παραγωγός. Μην ξεχνάμε, ότι το καλοκαίρι τα φωτοβολταϊκά, επίσης, λειτουργούν πιο αποτελεσματικά», τονίζουν κύκλοι της αγοράς.
Λύση οι εξαγωγές;
Αν και εκτιμάται ότι οι νέες διασυνδέσεις της Ελλάδας με γειτονικές χώρες θα προσφέρουν δίοδο πώλησης της ενέργειας που παράγεται, ειδικοί υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για λύση που απαιτεί 7-10 χρόνια μέχρι να υλοποιηθεί.
Επίσης, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική βούληση των κρατών ενώ περιέχει ετήσιες συμφωνίες με τιμές που καταγράφουν έντονες αυξομειώσεις.
Τον Μάρτιο οι περισσότερες εξαγωγές ρεύματος της χώρας απευθύνθηκαν στην Ιταλία, φτάνοντας τα 332.117 GWh (+31%), ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι των εισαγωγών προήλθαν από την Βουλγαρία, δηλαδή τα 312.465 GWh (-26%), σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ.