Ως οικονομικό θαύμα αλλά το οποίο έχει αρκετές «γκρίζες» ζώνες χαρακτηρίζουν την πορεία της Ελλάδας οι Financial Times, τονίζοντας ότι από τη μία πλευρά η οικονομία τρέχει με ρυθμό καλύτερο από την ευρωζώνη, αλλά οι πολίτες της παραμένουν οι φτωχότεροι στην ΕΕ.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο άρθρο «συνολικά, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να αποτελέσει λόγο πανηγυρισμών, αλλά θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο μιας αξιοσημείωτης οικονομικής κρίσης που την έχει αφήσει σε μια «τρύπα» από την οποία μπορεί να χρειαστεί μια ολόκληρη γενιά για να βγει».
Στα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας συμπεριλαμβάνονται τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης που εκτιμάται από το ΔΝΤ ότι θα φθάσει φέτος στο 2%, ενώ την ίδια ώρα η Γερμανία θα συρρικνωθεί κατά 0,3%, αλλά και το γεγονός ότι το χρέος συνεχίζει να αποκλιμακώνεται, με τα στοιχεία της Eurostat να δείχνουν ότι υποχώρησε το 2023 στο 162% του ΑΕΠ. Πράγματι, τα νέα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat έδειξαν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% το 2023.
Σύμφωνα με τους Financial Times οι ισχυροί αριθμοί του τουρισμού -που συμβαδίζουν με τη βελτίωση στην αγορά εργασίας και την ανάκαμψη της κατανάλωσης- βοηθούν την οικονομία. Το ίδιο ισχύει και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην άρση των εμποδίων στην ανάπτυξη, όπως η αύξηση της ψηφιακής πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η βελτίωση της διαφάνειας και των δημόσιων οικονομικών.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να υπάρξει μία μικρή ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια αλλά όχι αρκετά ώστε να τους βοηθήσει να ξεφύγουν από την τελευταία θέση της κατάταξης. Αν και το 2009 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν παρόμοιο με αυτό του μέσου όρου της ευρωζώνης, κατόπιν έφθασε η κρίση χρέους και η εικόνα άλλαξε, ενώ την ίδια ώρα οι υπόλοιπες χώρες είδαν αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου.
Η απάντηση γι’ αυτήν την πορεία, σύμφωνα πάντα με το άρθρο της εφημερίδας, βρίσκεται στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε την κρίση του 2010. Οι ελληνικές δαπάνες μειώθηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να εξασφαλιστεί η διάσωση από το ΔΝΤ και την ΕΕ, συμπιέζοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και κατεδαφίζοντας την οικονομία.
Η έκταση της οικονομικής ζημίας ήταν εξαιρετική για καιρό ειρήνης. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30% στα χρόνια της κρίσης. Το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατέρρευσαν κατά 65%. Την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν κατά σχεδόν το ένα τρίτο. Η ανεργία εκτοξεύθηκε σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, σχεδόν στο 30%. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα κατά περίπου 19% μικρότερη από ό,τι το 2007 - παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία - ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.
Ο κατασκευαστικός τομέας - σημαντικός μοχλός ανάπτυξης πριν από την κρίση - έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Οι επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ στο αποκορύφωμα της φούσκας του 2008, έχουν έκτοτε κατρακυλήσει στο 2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Οι χαμηλές επενδύσεις και η υποτονική παραγωγικότητα συνεχίζουν επίσης να περιορίζουν το οικονομικό δυναμικό της Ελλάδας.