Αρκετά χρόνια μετά το αναγκαστικό «ψαλίδισμά» τους, υπό την πίεση της τρόικας, οι φοροαπαλλαγές, που ξεπερνούν τις 1.000, αναδεικνύονται ως μείζον πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής, αλλά και ως μια μεγάλη πολιτική πρόκληση για την κυβέρνηση, καθώς κάθε παρέμβαση μπορεί να συνδέεται με υψηλό πολιτικό κόστος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος των διαφόρων φοροαπαλλαγών για τον κρατικό προϋπολογισμό έχει εκτιναχθεί στα 15,5 δισ., ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν σε 8% του ΑΕΠ. Μετά την πανδημία, το κόστος των φοροαπαλλαγών αυξήθηκε δραματικά, σχεδόν κατά 2,7 δισ. ευρώ, αφού οι φοροαπαλλαγές έγιναν ένα από τα βασικά εργαλεία πολιτικής για τη στήριξη φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων σε ακραίες οικονομικές συνθήκες.
Καθώς από το 2024 η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη και πάλι να εφαρμόζει τα συμφωνημένα με τους Ευρωπαίους για το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο από 2,1% του ΑΕΠ στο διηνεκές, το κόστος των φοροαπαλλαγών φαίνεται και πάλι τεράστιο: αρκεί να αναφερθεί ότι μόνο από την περικοπή τους κατά το ένα τέταρτο, η εξοικονόμηση για τον προϋπολογισμό θα έφθανε το 2% του ΑΕΠ, δηλαδή όσο είναι και το «υποχρεωτικό» πρωτογενές, ετήσιο πλεόνασμα!
Προς το παρόν, η Τράπεζα της Ελλάδος θέτει επιτακτικά το ζήτημα της ανάγκης για επανεξέταση των φοροαπαλλαγών, που ισχύουν σήμερα για φυσικά και νομικά πρόσωπα, στη φορολογία ακινήτων, όπως και στην έμμεση φορολογία, όμως η κυβέρνηση αποφεύγει να συζητήσει ενδεχόμενη νέα μεταρρύθμιση.
Οι περισσότερες φοροαπαλλαγές θεσμοθετήθηκαν κατά καιρούς κυρίως για κοινωνικούς λόγους, αλλά και για τη στήριξη επιχειρηματικών κλάδων. Όμως, δεν είναι βέβαιο ότι ωφελούνται εξ αυτών μόνο οι έχοντες ανάγκη στήριξης ή επιβίωσης ή οι επιχειρήσεις και οι κλάδοι που έχουν σοβαρά προβλήματα και κρίνεται αναγκαίο να υποστηριχθούν, αλλά επωφελούνται και άλλοι που δεν έχουν ανάγκη. Κατά παράδοση, ο τομέας των φοροαπαλλαγών αποτελεί ένα ταμπού για το πολιτικό σύστημα και το εκάστοτε οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους.
Η μοναδική περίοδος που έγινε βαθύ «κούρεμα» των φοροαπαλλαγών ήταν στη διάρκεια εφαρμογής των μνημονίων (2010-2018). Παρόλα αυτά, απέμειναν 1.064 φοροαπαλλαγές, οι οποίες κοστίζουν στον προϋπολογισμό 15,56 δισ. ευρώ ετησίως. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 1/3 του δημοσιονομικού κόστους αντιστοιχεί στο αφορολόγητο των μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών και ακολουθούν οι απαλλαγές από τον ΦΠΑ. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει και τις δυσκολίες λήψης αποφάσεων για κατάργηση ή περιορισμό τους, υπό τον φόβο των κοινωνικών αντιδράσεων και του πολιτικού κόστους.
Συνολικό κόστος φορολογικών δαπανών που ποσοτικοποιήθηκαν
Στουρνάρας: Ανάγκη για επαναξιολόγηση
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τολμά να θέσει «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», ζητώντας από την κυβέρνηση να επανεξετάσει τη σκοπιμότητα των εκατοντάδων φοροαπαλλαγών, με στόχο, φυσικά, να περικοπούν εκείνες που δεν ανταποκρίνονται στον κοινωνικό ή αναπτυξιακό τους χαρακτήρα.
Ειδική αναφορά υπάρχει στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ για το 2023:
- Η επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών θα πρέπει να εστιάσει στην κοινωνική τους χρησιμότητα και στην κατάλληλη στόχευση. Καθώς τόσο το πλήθος όσο και το κόστος των φοροαπαλλαγών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, μια επαναξιολόγηση κρίνεται αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητά τους στην τρέχουσα συγκυρία και να διασφαλιστεί η επίτευξη του σκοπού τους (στήριξη ευάλωτων ομάδων, ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, προώθηση της καινοτομίας κ.ά.). Μια τέτοια προσέγγιση, συνδυαστικά με την αύξηση των ελέγχων ως προς τη χρήση των φοροαπαλλαγών, θα ενίσχυε τη φορολογική δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Με αυτό τον τρόπο η φορολογική πολιτική μπορεί να έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό, κατανέμοντας παράλληλα το φορολογικό βάρος πιο δίκαια και αναλογικά.
Ο κ. Στουρνάρας είχε κάνει σχετική παρέμβαση και τον περασμένο Νοέμβριο, μιλώντας στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών, όταν είχε δηλώσει πως, η παραοικονομία στην Ελλάδα υπερβαίνει τα 40 δισ. ευρώ ενώ, προσθέτοντας ότι «θα πρέπει να επανεξεταστεί η κοινωνική χρησιμότητα των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών και το κατά πόσο αυτές αφορούν τους πραγματικά ευάλωτους».
Ο χάρτης των φοροαπαλλαγών
Το σύνολο των φοροαπαλλαγών καταμετρήθηκε από το υπουργείο Οικονομικών σε 1.064 και κοστίζουν ετησίως 15,56 δισ. ευρώ. Στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων έχουν θεσπιστεί οι περισσότερες περιπτώσεις φορολογικών δαπανών, ενώ πρέπει να σημειωθεί πως, η ποσοτικοποίηση του δημοσιονομικού κόστους έγινε με βάση τους φόρους που θα πλήρωνε κανονικά το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο το φορολογικό έτος 2022, εάν δεν ίσχυε κάθε φοροαπαλλαγή.
Το κόστος των φοροαπαλλαγών αυξήθηκε σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο έτος κατά 2,67 δισ. ευρώ, που αποδίδεται στις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν την περίοδο της πανδημίας για τη στήριξη των εργαζόμενων, των επαγγελματιών, των επιχειρήσεων και των ιδιοκτητών ακινήτων που ενοικιάζουν ακίνητα, καθώς και στην αύξηση του αφορολογήτου ορίου για τις γονικές παροχές στα 800.000 ευρώ από τον Οκτώβριο του 2021.
Επίσης, η αύξηση αυτή οφείλεται εν μέρει στην αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης σε όλη τη χώρα που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η αντικειμενική αξία των ακινήτων των εταιρειών που εξαιρούνται από τον ειδικό φόρο ακινήτων (ΕΦΑ). Δηλαδή, από τη στιγμή που αυξήθηκε η αξία του ακινήτου αυξήθηκε και το ύψος του φόρου από την πληρωμή του οποίου απαλλάχθηκαν οι επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα οι εξαιρέσεις από τον ΕΦΑ από 3,7 δισ. ευρώ που ήταν τα προηγούμενα χρόνια έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, να εκτιναχθούν στα 5,3 δισ. ευρώ.
Αναλυτικότερα το κόστος κάθε φοροαπαλλαγής όπως υπολογίστηκε από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά:
- Φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων: 5,40 δισ. ευρώ. Πρόκειται για 200 απαλλαγές και εκπτώσεις με κυριότερη εκείνη του αφορολόγητου ορίου των μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών που κοστίζει 3,8 δισ. ευρώ , που αφορά περίπου 6,7 εκατομμύρια φορολογούμενους.
- Φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων: 1,85 δισ. ευρώ. Αφορά 200 απαλλαγές και εκπτώσεις, που κόστισαν 1,3 ευρώ δισ. ευρώ από τις οποίες επωφελήθηκαν 53.021 επιχειρήσεις.
- Φορολογία κεφαλαίου: 5,51 δισ. ευρώ. Πρόκειται για 129 εκπτώσεις και απαλλαγές, από τις οποίες επωφελήθηκαν συνολικά 5.082.163 φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία είχαν εκπτώσεις στον ΕΝΦΙΑ, στον Ειδικό Φόρο Ακινήτων, στις μεταβιβάσεις, γονικές παροχές, κληρονομιές και δωρεές ύψους 3,89 δισ. ευρώ. Επίσης, οι 8.499 απαλλαγές στον Ειδικό Φόρο Επί των ακινήτων (αφορά κυρίως επιχειρήσεις) είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εσόδων κατά 3,7 δισ. ευρώ.
- Ειδικοί φόροι κατανάλωσης (ΕΦΚ): 1,05 δισ. ευρώ. Ισχύουν 44 φοροαπαλλαγές, το κόστος των οποίων ανέρχεται σε 1,17 δισ. ευρώ, το οποίο διαμοιράζεται σε 589,6 εκατ. ευρώ, για τα ενεργειακά προϊόντα και σε 580,4 εκατ. ευρώ στην αιθυλική αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά.
- Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ): 939,12 εκατ. ευρώ. Είναι 75 εκπτώσεις και φοροαπαλλαγές που ισχύουν και το όφελος για επιχειρήσεις, επαγγελματίες και καταναλωτές ήταν 821,93 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, το υψηλότερο δημοσιονομικό βάρος έχουν οι υπηρεσίες ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι οποίες αποφεύγουν την πληρωμή ποσού ύψους 397 εκατ. ευρώ.
- Τέλη χαρτοσήμου: 73.98 εκατ. ευρώ. Είναι 85 κατηγορίες εκπτώσεων οι οποίες κοστίζουν 73,7 εκατ. ευρώ.
- Φόρος ασφαλίστρων: 544,38 εκατ. ευρώ.
- Τέλος ταξινόμησης οχημάτων-Φόρος κατανάλωσης προϊόντων καφέ: 166,06 εκατ. ευρώ.
- Τέλη κυκλοφορίας οχημάτων: 11,84 εκατ. ευρώ.
- Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου (ΦΣΚ): 17,23 εκατ. ευρώ.
- Φόρος πολυτελείας: 350 χιλ. ευρώ.