Σχέδιο χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων στην ευρωζώνη για να αποτραπεί μια ύφεση συζητά σήμερα το Eurogroup, καθώς η οικονομία της ευρωζώνης αντιμετωπίζει σοβαρή επιβράδυνση και νέους κινδύνους από το διεθνές περιβάλλον, λόγω και της επιδημίας του κοροναϊού στην Κίνα.
Η μικρή χαλάρωση των κανόνων που προτείνεται δεν είναι μια κίνηση τακτικής, αλλά μια στρατηγική επιλογή, που θα επιτρέψει στις χώρες με πλεονάσματα να αυξάνουν τη δημοσιονομική στήριξη των οικονομιών, όταν απειλείται ύφεση.
Σημειώνεται ότι σοβαρή επιβράδυνση σημειώθηκε στην ευρωζώνη το δ' τρίμηνο του 2019, με το ρυθμό ανάπτυξης να πέφτει στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2013, αν και η διολίσθηση σε αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης τελικά αποφεύχθηκε. Η ανάπτυξη στη γερμανική οικονομία έπεσε στο μηδέν, ενώ 4 χώρες είχαν συρρίκνωση του ΑΕΠ σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Eurostat. Ειδικότερα κατά 0,1% ενισχύθηκε το ΑΕΠ της ευρωζώνης σε τριμηνιαία βάση, μετά από άνοδο 0,3% το προηγούμενο τρίμηνο. Η Eurostat εκτιμά ότι η ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ για το 2019 υποχώρησε στο 1,2% για την Ευρωζώνη και 1,4% για την Ε.Ε.
Όπως έχει γράψει από τις 8 Φεβρουαρίου το Business Daily, «νερό στο κρασί» των ευρωπαϊκών κανόνων δημοσιονομικής ορθοδοξίας είναι έτοιμοι να ρίξουν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης στις 17 Φεβρουαρίου, συμφωνώντας στη λήψη μέτρων τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας σε περίπτωση απότομης επιβράδυνσης, καθώς η Γερμανία βρίσκεται και πάλι στο χείλος της ύφεσης, όπως δείχνουν τα σοκαριστικά τελευταία στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή. Οι νέες πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονται ευνοούν και το ελληνικό αίτημα για μείωση του στόχου για το πλεόνασμα από το 2021.
Η «ρωγμή» στο οικοδόμημα των ευρωπαϊκών κανόνων δημοσιονομικής σταθερότητας άνοιξε το τελευταίο διάστημα, καθώς το φάσμα της ύφεσης επανήλθε στον ορίζοντα της ευρωζώνης. Σύμφωνα με πληροφορίες που μεταδίδει το Reuters από τις Βρυξέλλες, στη συνεδρίαση στις 17 Φεβρουαρίου το Eurogroup αναμένεται να συμφωνήσει ότι, σε περίπτωση επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να απαντούν με τονωτικά δημοσιονομικά μέτρα, ανάλογα με τα περιθώρια που υπάρχουν σε κάθε χώρα.
Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, το κείμενο στο οποίο κατέληξαν οι εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομικών στις διαπραγματεύσεις του τελευταίου διαστήματος, «εάν πραγματοποιηθούν οι κίνδυνοι υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, οι δημοσιονομικές απαντήσεις θα πρέπει να είναι διαφοροποιημένες, στοχεύοντας σε μια πιο υποστηρικτή στάση συνολικά στην ευρωζώνη». Στο ίδιο κείμενο τονίζεται, επίσης, ότι η αύξηση των δαπανών για να αντιμετωπισθεί μια επιβράδυνση θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τους δημοσιονομικούς κανόνες, που θέτουν, μεταξύ άλλων, όριο 3% του ΑΕΠ στα ελλείμματα.
Όπως σχολιάζει στο δημοσίευμά του το πρακτορείο, παρά τους περιορισμούς αυτούς, η κίνηση του Eurogroup σηματοδοτεί μια αποστασιοποίηση από τις δηλώσεις του παρελθόντος, όπου οι υπουργοί Οικονομικών διατύπωναν πάντα συστάσεις για «γενικά ουδέτερη» στάση σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και όταν η ανάπτυξη παρέμενε ασθενής.
Στην πράξη, οι αποφάσεις που αναμένεται να ληφθούν από το Eurogroup ουσιαστικά απελευθερώνουν τις χώρες που έχουν δημοσιονομικά περιθώρια, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, για να απαντήσουν με μια σημαντική χαλάρωση πολιτικής, σε περίπτωση που συνεχισθεί η οικονομική επιβράδυνση. Η Γερμανία, που παγίως σταματούσε πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του Eurogroup για πιο ενεργητική δημοσιονομική πολιτική, πλέον έχει αλλάξει στάση, καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται και πάλι στο χείλος της ύφεσης, απειλώντας να συμπαρασύρει το μπλοκ σε αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης.
Μετά την εκτόνωση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας, οι ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται μπροστά στο «μαύρο κύκνο» της επιδημίας του κοροναϊού στην Κίνα, η οποία φέρνει απότομη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και σοβαρές εμπλοκές στο διεθνές εμπόριο, χωρίς ως τώρα να μπορούν να προσδιορισθούν με ακρίβεια οι επιπτώσεις, αφού εξαρτώνται από το χρόνο που θα πάρει η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Αναλυτές του ιδιωτικού τομέα, όπως η JP Morgan, διατυπώνουν άκρως απαισιόδοξες προβλέψεις, εκτιμώντας ότι, εάν δεν αντιμετωπισθεί γρήγορα η κρίση, η οικονομία της Κίνας θα μπορούσε φθάσει το πρώτο τρίμηνο του 2019 σε μια πρωτοφανή εδώ και πολλά χρόνια μείωση του ΑΕΠ κατά 4%, κάτι που θα προκαλούσε σοβαρούς κραδασμούς στην κατ' εξοχήν εξαγωγική οικονομία της ευρωζώνης.