Κομβική χαρακτηρίζεται η ερχόμενη Πέμπτη 16 Ιουνίου, καθώς τη συγκεκριμένη ημερομηνία το Eurogroup θα ανάψει το «πράσινο φως» για την έξοδο της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας και την επιστροφή της στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα». Η πολιτική έγκριση της διαδικασίας εξόδου από το καθεστώς αυτό, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 21 Αυγούστου, σηματοδοτεί και το οριστικό τέλος της μνημονιακής περιόδου για την Ελλάδα.
Η έξοδος από την εποπτεία δεν σημαίνει ότι θα σταματήσει η παρακολούθηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αφού αυτή θα συνεχιστεί έως το 2059, ήτοι έως ότου η χώρα εξοφλήσει το 75% των δανείων που έλαβε στο πλαίσιο των μνημονίων. Όμως, η οικονομία θα περάσει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, όμοιο με αυτό που ακολουθείται σήμερα σε Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρο και Πορτογαλία, ενώ θα πραγματοποιείται μία αξιολόγηση της πορείας της ανά εξάμηνο, αντί ανά τρίμηνο που ίσχυε έως σήμερα.
Η έγκριση από το Eurogroup για την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία θα ενεργοποιήσει και την εκταμίευση μιας δόσης ύψους 748 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, ωστόσο, θα οριστικοποιηθεί και ο «οδικός χάρτης» των προαπαιτούμενων, που θα πρέπει να υλοποιηθούν σε 2 φάσεις, μία έως τον Αύγουστο και μία έως το τέλος του Οκτωβρίου. Στην πρώτη φάση, βασικό θεωρείται η δέσμευση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες και θα υπάρξει καταγραφή της προόδου στο σκέλος των νοσοκομειακών δαπανών και στα κονδύλια που δεν έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό και σχετίζονται με το αυξημένο κόστος της ενέργειας. Η δεύτερη φάση, η οποία συνδέεται επίσης με μια δόση ύψους περίπου 750 εκατ. ευρώ (εκκρεμεί από το α’ εξάμηνο του 2019 λόγω των εκλογών, και αναμένεται να αποδεσμευτεί από το Eurogroup του Δεκεμβρίου), θα αποτελεί και την πρώτη σε καθεστώς «μετά προγραμματικής εποπτείας», ήτοι στο καθεστώς που ισχύει στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και σχετίζεται με όλα τα κράτη - μέλη που ήταν σε μνημόνια.
Για την αξιολόγηση του φθινοπώρου έχει καταρτιστεί κατάλογος με 22 σημεία, τα οποία αφορούν σε ό,τι έχει απομείνει από τις παλαιότερες δεσμεύσεις. Περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023, η πρόοδος στο clawback, το σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ο φορέας ακινήτων, το Κτηματολόγιο και οι δασικοί χάρτες, οκτώ κινήσεις στο «μέτωπο» των ιδιωτικοποιήσεων κ.ά. Σύμφωνα με παράγοντες του οικονομικού επιτελείου, η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία αναμένεται να λειτουργήσει θετικά και προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας. Η χώρα βρίσκεται σε ανοδική τροχιά αξιολογήσεων από τους πιστοληπτικούς οίκους και χρειάζεται την επενδυτική βαθμίδα από έναν τουλάχιστον οίκο αξιολόγησης για να συμμετέχει στα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΚΤ. Στόχος είναι η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό ειδικά σε μια περίοδο ανόδου του κόστους δανεισμού.
«Από τη στιγμή που δεν είμαστε σε επενδυτική βαθμίδα, η Ελλάδα επηρεάζεται περισσότερο από κρίσεις, οι οποίες υπάρχουν και έχουν επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού αυτών. Άρα η Ελλάδα πέρα και πάνω από τους όποιους δημοσιονομικούς κανόνες, οφείλει να είναι πάρα πολύ προσεκτική στα δημόσια οικονομικά της, γιατί όσο αυξάνεται το κόστος δανεισμού τόσο αυτό μετακυλίεται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις», έχει αναφέρει ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Ήτοι, ο υπουργός δίνει το «σήμα» μιας συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής, που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τόσο τη μείωση του χρέους, όσο και την επίτευξη του στόχου για επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, όπως περιγράφεται και στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Αυτό, άλλωστε, σημειώνεται και στην έκθεση για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο: τα κράτη- μέλη με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023, ιδίως περιορίζοντας την αύξηση των εθνικών τρεχουσών δαπανών κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και λαμβάνοντας υπ’ όψη τη συνεχιζόμενη, προσωρινή και στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι πιο ευάλωτες στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας.
Για την περίοδο μετά το 2023, οι χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη της σταδιακής μείωσης του χρέους και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα, μέσω της σταδιακής μείωσης των ελλειμμάτων, των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων.