«Νερό στο κρασί» των ευρωπαϊκών κανόνων δημοσιονομικής ορθοδοξίας είναι έτοιμοι να ρίξουν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης στις 17 Φεβρουαρίου, συμφωνώντας στη λήψη μέτρων τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας σε περίπτωση απότομης επιβράδυνσης, καθώς η Γερμανία βρίσκεται και πάλι στο χείλος της ύφεσης, όπως δείχνουν τα σοκαριστικά τελευταία στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή. Οι νέες πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονται ευνοούν και το ελληνικό αίτημα για μείωση του στόχου για το πλεόνασμα από το 2021.
Η «ρωγμή» στο οικοδόμημα των ευρωπαϊκών κανόνων δημοσιονομικής σταθερότητας άνοιξε το τελευταίο διάστημα, καθώς το φάσμα της ύφεσης επανήλθε στον ορίζοντα της ευρωζώνης. Σύμφωνα με πληροφορίες που μεταδίδει το Reuters από τις Βρυξέλλες, στη συνεδρίαση στις 17 Φεβρουαρίου το Eurogroup αναμένεται να συμφωνήσει ότι, σε περίπτωση επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να απαντούν με τονωτικά δημοσιονομικά μέτρα, ανάλογα με τα περιθώρια που υπάρχουν σε κάθε χώρα.
Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, το κείμενο στο οποίο κατέληξαν οι εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομικών στις διαπραγματεύσεις του τελευταίου διαστήματος, «εάν πραγματοποιηθούν οι κίνδυνοι υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, οι δημοσιονομικές απαντήσεις θα πρέπει να είναι διαφοροποιημένες, στοχεύοντας σε μια πιο υποστηρικτή στάση συνολικά στην ευρωζώνη». Στο ίδιο κείμενο τονίζεται, επίσης, ότι η αύξηση των δαπανών για να αντιμετωπισθεί μια επιβράδυνση θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τους δημοσιονομικούς κανόνες, που θέτουν, μεταξύ άλλων, όριο 3% του ΑΕΠ στα ελλείμματα.
Όπως σχολιάζει στο δημοσίευμά του το πρακτορείο, παρά τους περιορισμούς αυτούς, η κίνηση του Eurogroup σηματοδοτεί μια αποστασιοποίηση από τις δηλώσεις του παρελθόντος, όπου οι υπουργοί Οικονομικών διατύπωναν πάντα συστάσεις για «γενικά ουδέτερη» στάση σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και όταν η ανάπτυξη παρέμενε ασθενής.
Η απειλή της ύφεσης
Στην πράξη, οι αποφάσεις που αναμένεται να ληφθούν από το Eurogroup ουσιαστικά απελευθερώνουν τις χώρες που έχουν δημοσιονομικά περιθώρια, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, για να απαντήσουν με μια σημαντική χαλάρωση πολιτικής, σε περίπτωση που συνεχισθεί η οικονομική επιβράδυνση. Η Γερμανία, που παγίως σταματούσε πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του Eurogroup για πιο ενεργητική δημοσιονομική πολιτική, πλέον έχει αλλάξει στάση, καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται και πάλι στο χείλος της ύφεσης, απειλώντας να συμπαρασύρει το μπλοκ σε αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η γερμανική βιομηχανία, «ατμομηχανή» της οικονομίας, «βούλιαξε» τον Δεκέμβριο με ανησυχητικό ρυθμό, που παραπέμπει στην εποχή της τελευταίας οικονομικής κρίσης. Η παραγωγή μειώθηκε κατά 3,5%, ενώ οι προβλέψεις των οικονομολόγων έκαναν λόγο για οριακή αύξηση, κατά 0,1%. Σε 12μηνη βάση, η πτώση έφθασε το 6,8%. Απογοητευτικά ήταν και τα στοιχεία και για τις παραγγελίες, που έδειξαν μείωση 2,1%. Το πρόβλημα δεν περιορίσθηκε στην Γερμανία, καθώς και στη Γαλλία η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε (-2,8%), όπως και στην Ισπανία (-1,4%).
Μετά την εκτόνωση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας, οι ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται μπροστά στο «μαύρο κύκνο» της επιδημίας του κοροναϊού στην Κίνα, η οποία φέρνει απότομη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και σοβαρές εμπλοκές στο διεθνές εμπόριο, χωρίς ως τώρα να μπορούν να προσδιορισθούν με ακρίβεια οι επιπτώσεις, αφού εξαρτώνται από το χρόνο που θα πάρει η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Αναλυτές του ιδιωτικού τομέα, όπως η JP Morgan, διατυπώνουν άκρως απαισιόδοξες προβλέψεις, εκτιμώντας ότι, εάν δεν αντιμετωπισθεί γρήγορα η κρίση, η οικονομία της Κίνας θα μπορούσε φθάσει το πρώτο τρίμηνο του 2019 σε μια πρωτοφανή εδώ και πολλά χρόνια μείωση του ΑΕΠ κατά 4%, κάτι που θα προκαλούσε σοβαρούς κραδασμούς στην κατ' εξοχήν εξαγωγική οικονομία της ευρωζώνης.
Ευνοείται η θέση της Ελλάδας
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, η Ελλάδα συζητά στο Eurogroup από θέση ισχύος, καθώς είναι ίσως η μοναδική χώρα, για την οποία η Κομισιόν αναθεωρεί προς το καλύτερο τις προβλέψεις για την ανάπτυξη. Ο επίτροπος Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα σημείωσε ότι η Κομισιόν βρίσκεται πλέον πιο κοντά στις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος, δηλαδή αναθεωρεί προς το καλύτερο τις εκτιμήσεις της, αφού ως τώρα προέβλεπε ρυθμό 2,3% έναντι 2,5% που προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η απόφαση του Eurogroup στις 17 Δεκεμβρίου θα αντανακλά αυτά που δηλώνει τελευταία για το θέμα και ο Χρήστος Σταϊκούρας. Ο υπουργός Οικονομικών είπε χαρακτηριστικά, μιλώντας σε εκδήλωσε του ΙΟΒΕ, ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων ότι «η δημοσιονομική πολιτική μπορεί και πρέπει να βοηθήσει την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ώστε να επιτευχθεί η δημοσιονομική πειθαρχία και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, καθώς η νομισματική πολιτική αν και καθοριστική για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν θα μπορούσε από μόνη της να αντιμετωπίσει της συνέπειες μιας νέας επιβράδυνσης στην οικονομική δραστηριότητα. Η ανάγκη ταυτόχρονης επίτευξης των στόχων πρέπει να αποτυπωθεί και στην επικείμενη συζήτηση περί της πιθανής τροποποίησης των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων».
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, εκτιμάται ότι η Αθήνα έχει μεγαλύτερα περιθώρια χειρισμών για να θέσει το αίτημα για μείωση του στόχου για το πλεόνασμα από το 2021 τουλάχιστον κατά μία ποσοστιαία μονάδα, από 3,5% σε 2,5%. Ο επίτροπος Οικονομικών, Π. Τζεντιλόνι, είπε αυτή την εβδομάδα ότι η Κομισιόν είναι θετική στο άνοιγμα αυτής της συζήτησης, αλλά τον τελευταίο λόγο έχει το Eurogroup. Ως τώρα, υπήρχαν φόβοι ότι η Γερμανία, λόγω των σοβαρών πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση συνασπισμού της Α. Μέρκελ, θα «φρενάριζε» τη συζήτηση για την Ελλάδα, ώστε να μη βρεθεί σε δύσκολη θέση όταν θα έλθει η ώρα της έγκρισης από τη γερμανική Βουλή. Όμως, καθώς το Βερολίνο αποδέχεται πλέον μια σχετική χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, η συζήτηση του ελληνικού αιτήματος γίνεται ευχερέστερη.