Την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ποσοτική χαλάρωση - QE) θεωρεί ιδιαίτερα πιθανή η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, όπως δήλωσε σήμερα, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βελτιώνεται και αυξάνονται οι πιθανότητες τα ελληνικά ομόλογα να ενταχθούν τελικά στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), δήλωσε η Κ. Λαγκάρντ. «Αν η κατάσταση συνεχίσει να βελτιώνεται και με βάση τα κριτήρια που εφαρμόζουμε σε όλες αυτές τις αγορές, είμαι αρκετά βέβαιη ότι τα ελληνικά ομόλογα θα γίνουν και αυτά επιλέξιμα (σ.σ.: για αγορές από την ΕΚΤ)», δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ.
Αυτή τη στιγμή τα ομόλογα δεν πληρούν τα κριτήρια της ΕΚΤ για συμμετοχή στο πρόγραμμα, καθώς δεν κατατάσσονται στην κατηγορία επενδυτικής βαθμίδας έστω και από έναν αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης. Η πιο κοντινή βαθμολογία στην επενδυτική βαθμίδα δίνεται από τον οίκο Fitch, που πρόσφατα αναβάθμισε την Ελλάδα, και απέχει δύο κλιμάκια από την επενδυτική.
Η Κριστίν Λαγκάρντ είχε ερωτηθεί στην πρώτη της συνέντευξη Τύπου ως πρόεδρος της ΕΚΤ, τον Νοέμβριο, αν υπήρχε ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο QE χωρίς να πληροί το κριτήριο της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση και θα εφαρμοσθεί, και στην περίπτωση της Ελλάδας, ο κανονισμός της ΕΚΤ, που απαιτεί επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον ένα αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, η Ελλάδα μπορεί να έχει ανεβεί στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021, ώστε οι τίτλοι να γίνουν επιλέξιμοι από την ΕΚΤ, στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων, βάσει του οποίου η ΕΚΤ αγοράζει κάθε μήνα ομόλογα αξίας 60 δισ. ευρώ και δύναται να αγοράσει μέχρι και το 1/3 των διαπραγματεύσιμων ομολόγων κάθε κυβέρνησης.
Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει τίτλους από τις εμπορικές τράπεζες τον Μάρτιο του 2015 στο πλαίσιο των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής της. Αυτές οι αγορές, όπως αναφέρει η ΕΚΤ, γνωστές και ως ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing ή QE), στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη σε όλη τη ζώνη του ευρώ και συμβάλλουν στην επάνοδο του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2%.
Ο ενάρετος κύκλος και η χαμένη ευκαιρία
Η ΕΚΤ περιγράφει ως εξής τον ενάρετο κύκλο που δημιουργεί η ποσοτική χαλάρωση:
- Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγοράζει ομόλογα από τις τράπεζες. Έτσι, αυξάνεται η τιμή αυτών των ομολόγων και δημιουργείται χρήμα στο τραπεζικό σύστημα.
- Κατά συνέπεια, μια ευρεία σειρά επιτοκίων μειώνονται και τα δάνεια γίνονται φθηνότερα. Οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές μπορούν να δανείζονται περισσότερα χρήματα και η αποπληρωμή των δανείων τους κοστίζει λιγότερο.
- Με αυτόν τον τρόπο δίνεται ώθηση στην κατανάλωση και στις επενδύσεις. Η αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων στηρίζει την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
- Καθώς οι τιμές αυξάνονται, η ΕΚΤ επιτυγχάνει ρυθμό πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε ενταχθεί νωρίτερα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αν η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε επιλέξει την έξοδο από το μνημόνιο, το 2018, σε συνδυασμό με την παροχή προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, όπως έχει τονίσει κατ' επανάληψη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Αντ' αυτού, η κυβέρνηση επέλεξε τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο», συνέπεια της οποίας ήταν η εξαίρεση των ελληνικών τίτλων από το QE, μέχρι να ανέλθει η βαθμολογία τους στην επενδυτική βαθμίδα.