Με πρωτοβουλία επιστημονικής ομάδας του Τμήματος Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου & Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με έδρα την Καρδίτσα, εξετάζεται αυτό το διάστημα η υλοποίηση ενός έργου με τίτλο «Οικονομία του Δάσους - Προστασία και αξιοποίηση προϊόντων και υπηρεσιών των ελληνικών δασών». Συγκεκριμένα προτείνεται μέσα από μελέτες σκοπιμότητας, βιωσιμότητας, τεχνικοοικονομικής, καθώς και ενός επιχειρηματικού σχεδίου, όπως τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος και καθηγητής του Τμήματος Γιάννης Παπαδόπουλος, η ίδρυση μιας δασικής ΚοινΣΕπ (Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης του Ν 4430/2016) με τη φιλοσοφία της Κοινωνικής Οικονομίας. Σε αυτήν μπορούν να συμμετέχουν τα ενεργά μέλη των ρητινοκαλλιεργητών και δασεργατών της Βόρειας Ευβοίας αλλά και λοιποί ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι θα μπορούν να αναλάβουν καινοτόμες επιχειρηματικές δράσεις και πρωτοβουλίες αξιοποίησης προϊόντων και υπηρεσιών του δάσους (πχ παραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας, βιοκάρβουνο, ξύλινα μικροαντικείμενα κά), και ταυτόχρονα τον καθαρισμό και την προστασία των δασών.
Η ιδέα της πρότασης φαίνεται αρχικά, σύμφωνα με τον ίδιο, να γίνεται αποδεκτή τόσο από την ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) όσο και από δασεργάτες και ρητινοσυλλέκτες της Βορείου Ευβοίας, αλλά και την επιτροπή για την ανασυγκρότηση της Βόρειας Εύβοιας με την καθοδήγηση του Σταύρου Μπένου. Και φυσικά, προσθέτει ο κ. Παπαδόπουλος, μέγιστη προτεραιότητα αυτή τη χρονική περίοδο είναι η άμεση απομάκρυνση των εκατομμυρίων κυβικών μέτρων καμένων κορμών προκειμένου να αξιοποιηθούν οικονομικά αλλά και να μην καταστραφούν, και παράλληλα να βοηθήσουν στο έργο της φυσικής αναγέννησης της χαλεπίου πεύκης, αλλά και στην αισθητική τουριστική εικόνα της περιοχής. Ευτυχώς η φύση έχει ξεκινήσει από μόνη της το δημιουργικό έργο της αναγέννησης του δάσους και τα πρώτα φυτάρια της πεύκης -και όχι μόνο αυτά- έχουν ήδη φυτρώσει, αντικαθιστώντας σιγά-σιγά το μαύρο με το πράσινο χρώμα! Ευελπιστούμε ότι η όλη προσπάθεια θα στεφτεί με επιτυχία για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον για τους κατοίκους της Βορείου Ευβοίας, τονίζει ο καθηγητής.
Και στη συνέχεια διατυπώνει δυο ερωτήματα: Μήπως η αναγκαιότητα δράσεων καθαρισμού των ελληνικών δασών, της φιλοσοφίας της οικονομίας του δάσους και της κοινωνικής οικονομίας, καθώς και η αξιοποίηση του δυναμικού των δασεργατών - ρητινοκαλλιεργητών της Β. Ευβοίας, θα μπορούσαν να συνδυαστούν προς γενικότερο όφελος τόσο των ιδίων όσο και της Ελληνικής Οικονομίας; Αντί δηλαδή η Πολιτεία να δαπανά τόσο μεγάλα χρηματικά ποσά (που φυσικά είναι απαραίτητα αλλά δεν επαρκούν) για την προστασία των Ελληνικών δασών, μήπως θα μπορούσε ένα μεγάλο μέρος αυτών να καλυφθεί με την αξιοποίηση των προϊόντων και των υπηρεσιών του δάσους, με πρότυπο μια δασική ΚοινΣΕπ της οποίας μέλη θα είναι, μεταξύ άλλων, οι επαγγελματίες δασεργάτες και ρητινοκαλλιεργητές της Β. Ευβοίας; Παραθέτει δε και τα παρακάτω στοιχεία: «Για το 2022, το ΥΠΕΝ μέσω του Εθνικού Προγράμματος Προστασίας Δασών «Antinero», συνολικού προϋπολογισμού 72.000.000 ευρώ, προέβη στοχευμένα σε καθαρισμούς δασών σε έκταση 77.000 στρεμμάτων, σε διάνοιξη 12.000 χιλιομέτρων δασικών δρόμων και συντήρηση 1.600 χιλιομέτρων αντιπυρικών ζωνών. Βέβαια, όταν η συνολική έκταση των ελληνικών δασών ξεπερνά τα 25.000.000 στρέμματα, το ποσοστό καθαρισμού των δασών για το 2022 ανέρχεται σε ποσοστό μόλις 0,3% της συνολικής έκτασης αυτών.
Με έναν πολύ πρόχειρο υπολογισμό, για το συνολικό ετήσιο καθαρισμό των ελληνικών δασών το ΥΠΕΝ θα έπρεπε να διαθέτει αναλογικά με αυτόν του 2022, έναν προϋπολογισμό της τάξης των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό αδιανόητο για τα ελληνικά δεδομένα!». Για να καταλήξει τονίζοντας: «Ιδανική περίπτωση διαχείρισης και προστασίας για κάθε δάσος είναι, στο τέλος κάθε φθινοπώρου που ολοκληρώνονται οι συγκομιστικές εργασίες σε αυτό, μια ειδική ομάδα επαγγελματιών δασεργατών να αναλαμβάνει το έργο των καθαρισμών του δάσους, τις αραιώσεις, τις κλαδεύσεις κλπ, να αξιοποιεί τα παραγόμενα δασικά προϊόντα προκειμένου να καλύπτονται οι αμοιβές των μελών της, και νωρίς την άνοιξη τα δάση να είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση υγείας, ώστε η καύσιμη ύλη να έχει μειωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και το ενδεχόμενο εκδήλωσης δασικής πυρκαγιάς ή η τυχόν επέκτασή της να έχει περιοριστεί πάρα πολύ και το δάσος να είναι προστατευμένο στον μέγιστο δυνατό βαθμό».