Τις ισορροπίες στον εργασιακό χώρο έχουν μεταβάλει οι ειδικές συνθήκες εργασίας που έχουν διαμορφωθεί, όπως η τηλεργασία, έναν χρόνο μετά την επιβολή των μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του COVID-19.
Έρευνα που πραγματοποίησε παγκοσμίως η ΕΥ σε δείγμα 4.000 εργοδοτών και εργαζομένων το 2020, καταδεικνύει την ανάγκη αναβάθμισης των υπαρχόντων ψηφιακών εργαλείων και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών στην εργασία. Συγκεκριμένα, την επιζητά το 84% των εργαζόμενων, ενώ το 79% των εργοδοτών δηλώνουν ότι επιδιώκουν πράγματι να αναβαθμίσουν τα ψηφιακά εργαλεία εργασίας, σε σημαντικό βαθμό. Οι δυο πλευρές συμφωνούν, επίσης, ως προς την ανάγκη ενίσχυσης της ψηφιακής και διαδικτυακής εκπαίδευσης του προσωπικού, με τους εργαζόμενους να κατατάσσουν τη διαδικτυακή εκπαίδευση ως την κορυφαία προτεραιότητα για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους, ενώ σχεδόν δυο στους τρεις εργοδότες (64%) επιθυμούν να ενισχύσουν τις ψηφιακές μεθόδους εκπαίδευσης.
Σημείο σύγκλισης αποτελούν και τα ζητήματα της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας. Οι εργαζόμενοι του δείγματος, ανεξαρτήτως ηλικίας και γεωγραφικής κατανομής, ιεραρχούν τη σωματική τους υγεία ως μια από τις πέντε κορυφαίες ανησυχίες τους για το μέλλον, ενώ το 86% των εργοδοτών δηλώνουν ότι σχεδιάζουν να βελτιώσουν την ασφάλεια στον χώρο εργασίας.
Τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν, όμως, και σημεία απόκλισης μεταξύ των δυο πλευρών. Ως προς το μείζον ζήτημα των αποδοχών, σχεδόν 4 στους 10 (38%) εργαζόμενους υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να ανταμειφθούν με μία αναπροσαρμογή του μισθού τους ή κάποιο μπόνους, για την προσπάθεια που καταβάλλουν όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας, ενώ, στον αντίποδα, το 77% των εργοδοτών εκτιμούν ότι θα υπάρξουν ήπιες, έως και εκτεταμένες μειώσεις στα κόστη που σχετίζονται με το εργατικό δυναμικό.
Όσον αφορά τα επαγγελματικά ταξίδια, σχεδόν τρεις στους τέσσερις εργοδότες (74%) πιστεύουν ότι θα υπάρξουν μετριοπαθείς ή εκτεταμένες μειώσεις στους περισσότερους τύπους επαγγελματικών ταξιδιών, ενώ το 76% των εργαζόμενων εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεχίσουν να ταξιδεύουν για επαγγελματικούς σκοπούς.
Συνολικά, εννέα στους δέκα εργοδότες υποστηρίζουν ότι το ανθρώπινο δυναμικό βρίσκεται στο επίκεντρο των μακροπρόθεσμων σχεδίων τους για τη δημιουργία αξίας. Ωστόσο, λιγότεροι από επτά στους δέκα (69%) εργαζόμενους θεωρούν ότι αυτή η δήλωση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό αποτελεί ένα εύρημα της έρευνας που αναδεικνύει σημαντικό περιθώριο σύγκλισης της αντίληψης των εργαζομένων και των εργοδοτών, όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο η εργασία σήμερα είναι πραγματικά ανθρωποκεντρική.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η Ευτυχία Κασελάκη, Εταίρος στην ΕΥ Ελλάδος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες και Συμβουλευτικές Υπηρεσίες Ανθρώπινου Δυναμικού, παρατηρεί: «Η έρευνα αυτή, όπως και η πρόσφατη έρευνα της ΕΥ για την επιχειρηματική ηγεσία στην Ελλάδα, αναδεικνύουν μια σημαντική απόκλιση αντιλήψεων, αξιών και προτεραιοτήτων μεταξύ ηγεσίας και εργαζόμενων. Οι ηγέτες των επιχειρήσεων θα πρέπει να θέσουν τον ανθρώπινο παράγοντα - συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της εμπειρίας και της ασφάλειάς του στον εργασιακό χώρο - στον πυρήνα της στρατηγικής τους, αλλά και να αποδεικνύουν με αυθεντικότητα την προσήλωσή τους στη δέσμευση αυτή. Για να ανταποκριθούν στον ρόλο τους και να πρωταγωνιστήσουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας μας, οι επικεφαλής των επιχειρήσεων θα πρέπει να αναπτύξουν νέα χαρακτηριστικά και δεξιότητες, αλλά και την ικανότητα να εμπνεύσουν και να κινητοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό, και ειδικότερα τις νεότερες γενιές, μέσα από την επικοινωνία ενός αυθεντικού οράματος που αφορά τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας για μία ευρύτερη ομάδα ενδιαφερόμενων μερών, μεταξύ άλλων, και των ίδιων των εργαζόμενων».