Τα 63 φτάνουν τα Πρωτοδικεία στη χώρα μας όπου απονέμεται η πολιτική και ποινική Δικαιοσύνη και τα 19 τα Εφετεία, όταν στη Γερμανία, με πληθυσμό που υπερβαίνει τους 80.000.000 κατοίκους, λειτουργούν 24 Εφετεία ενώ στην Ολλανδία με πληθυσμό 16.000.000 κατοίκους μόλις 5 Εφετεία.
Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα της που βγαίνουν από τη μελέτη έξι εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών που αναλύουν τα τρία βασικά ζητήματα που επηρεάζουν το δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα: τη χωροταξία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τη διεύθυνση και διοίκηση των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και την αξιολόγηση των δικαστών και των εισαγγελέων, σύμφωνα με τη νέα έρευνα της διαΝέοσις «Ένα Νέο Κείμενο Πολιτικής για τη Μεταρρύθμιση σε Τρεις Κρίσιμους Τομείς του Δικαστικού Συστήματος».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η γεωγραφική κατανομή των δικαστικών υπηρεσιών βασίζεται σε παρωχημένο σχεδιασμό και δημιουργεί προβλήματα στην αξιοποίηση του προσωπικού (δικαστικού και διοικητικού) και στη διοίκηση των δικαστηρίων.
• Οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών στη χώρα είναι 63 και οι Εισαγγελίες Εφετών 19.
• Με το υφιστάμενο τοπικό μοντέλο σε κάθε πόλη λειτουργεί και μία Εισαγγελία Πρωτοδικών.
• Σε ορισμένους Νομούς λειτουργούν δύο ή τρεις Εισαγγελίες Πρωτοδικών, σε πόλεις που απέχουν λίγα χιλιόμετρα η μία από την άλλη.
• Η διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα, εκτός από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αριθμεί 39 Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια (9 Διοικητικά Εφετεία και 30 Διοικητικά Πρωτοδικεία).
• Η Ελλάδα διαθέτει τα περισσότερα διοικητικά δικαστήρια σε αναλογία πληθυσμού από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (σε χώρες με ανάλογο πληθυσμό όπως η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Σουηδία, λειτουργούν 9, 16 και 12 πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια αντίστοιχα).
Προτάσεις αναθεώρησης του δικαστικού χάρτη
• Αναδιάταξη των δικαστικών μονάδων, αξιοποιώντας την τεχνολογία ώστε να παρέχονται οι δικαστικές υπηρεσίες ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας με ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και τηλεσυνεδριάσεις.
• Αξιοποίηση στον νέο σχεδιασμό των εργαλείων ευρωπαϊκών οργανισμών, που έχουν δοκιμαστεί σε πολλές χώρες.
• Τα δικαστήρια θα πρέπει να διαθέτουν έναν ελάχιστο αλλά και έναν μέγιστο αριθμό δικαστικών λειτουργών (μεταξύ 40 και 80) ώστε να είναι παραγωγικά και να διασφαλίζεται η παρουσία των δικαστών στο δικαστήριο.
Στο κομμάτι της Διοίκησης των Δικαστηρίων η σημερινή κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής:
Τα δικαστήρια ασκούν το δικαιοδοτικό τους έργο και ταυτόχρονα αποτελούν δημόσιες υπηρεσίες που διοικούνται και διέπονται από τις αρχές διοίκησης (management).
• Οι δικαστικοί λειτουργοί δεν εκπαιδεύονται σε επαρκή βαθμό για να ασκήσουν διοίκηση (το δικαστικό management αποτελούσε αντικείμενο ημερίδων και μόλις πρόσφατα εισήχθη ως διδακτική ενότητα σε μία μόνο κατεύθυνση).
• Στα περιφερειακά δικαστήρια και εισαγγελίες η θέση του/της διευθύνοντος/ουσας παραμένει συνδεδεμένη αποκλειστικά με την αρχαιότητα.
• Στις μεγάλες πόλεις προβλέπεται η εκλογή από την ολομέλεια και η λειτουργία τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης για τα δικαστήρια και μονομελούς οργάνου διεύθυνσης στις εισαγγελίες. Εδώ τα προβλήματα διοίκησης προέρχονται κυρίως από το ανορθολογικό μέγεθος των δικαστηρίων και εισαγγελιών.
• Μέχρι σήμερα δεν προβλέπεται τυπικά ούτε διενεργείται άτυπα κάποια αξιολόγηση ως προς το αν ένας/μία δικαστικός λειτουργός έχει, πράγματι, τις προϋποθέσεις για να διευθύνει ένα δικαστήριο ή μια εισαγγελία.
Προτάσεις αναθεώρησης
• Οργάνωση προγραμμάτων επιμόρφωσης στη Σχολή Δικαστών για τη διεύθυνση των δικαστηρίων.
• Πλήρωση των θέσεων των διευθυνόντων τα περιφερειακά δικαστήρια με επιλογή από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με βάση το βιογραφικό και τον υπηρεσιακό φάκελο των υπηρετούντων και παραμονή στις θέσεις για μία διετία.
• Στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες των μεγάλων πόλεων να παραμείνει το ίδιο σύστημα εκλογής, όμως οι υποψήφιοι θα πρέπει να έχουν παρακολουθήσει σεμινάρια διοίκησης στην ΕΣΔι και να μπορούν να επανεκλεγούν ακόμη μία φορά.
• Αξιολόγηση της θητείας των διευθυνόντων/νουσών βάσει ειδικών κριτηρίων.
• Ο/Η διευθύνων θα πρέπει να διατηρεί σχέση συνεργασίας με τον/την προϊστάμενο/η γραμματείας που θα αξιολογείται βάσει αξιόπιστου συστήματος.
• Ανάθεση των τμημάτων σε προέδρους με βάση την εμπειρία και τις δεξιότητες που διαθέτουν στις υποθέσεις του τμήματος.
• Υιοθέτηση από τους προέδρους καλών πρακτικών στον συντονισμό του τμήματος, ιδίως ως προς τον καταμερισμό της εργασίας.
Αναφορικά με την Αξιολόγηση των Δικαστών και Εισαγγελέων όπως είναι σήμερα οργανωμένη η επιθεώρηση δεν προσφέρει αξιόπιστη εικόνα ούτε των αξιολογουμένων σε ατομικό επίπεδο, ούτε των δικαστηρίων ως οργανωτικών μονάδων.
• Η αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών ανατίθεται σε συναδέλφους τους επιθεωρητές που κατέχουν ανώτατους βαθμούς και κληρώνονται για ετήσια θητεία.
• Κάθε επιθεωρητής/ρια αναλαμβάνει να επιθεωρήσει το έργο μεγάλου αριθμού δικαστικών λειτουργών που υπηρετεί στην περιφέρειά του/της μετακινούμενος/η συχνά μεταξύ περισσότερων πόλεων.
• Οι επιθεωρητές κληρώνονται, έχουν σύντομη θητεία, και ο αριθμός τους είναι μικρός σε σχέση με το σύνολο των αξιολογουμένων.
• Τα κριτήρια αξιολόγησης δεν έχουν εκσυγχρονιστεί, με συνέπεια να μην αξιολογείται η διοικητική ικανότητα όσων ασκούν καθήκοντα διευθύνοντος και να δίνεται μεγάλο βάρος στην ποσοτική απόδοση.
• Οι επιθεωρητές ακολουθούν συνήθως τον εύκολο δρόμο των εκθέσεων αξιολόγησης με στερεότυπο περιεχόμενο.
Προτάσεις για την καλύτερη αξιολόγηση των δικαστών και εισαγγελέων
• Ορισμός των επιθεωρητών από τις ολομέλειες με βάση τα προσόντα και τις δεξιότητες που διαθέτουν σε θέματα διοίκησης, επιθεώρησης και αξιολόγησης.
• Αύξηση της θητείας και του αριθμού τους ώστε να ασκούν τα καθήκοντα περισσότερο χρόνο και να υπάρχει καλύτερη αναλογία επιθεωρητών – αξιολογουμένων.
• Διαίρεση της χώρας σε περισσότερες περιφέρειες επιθεώρησης ώστε κάθε επιθεωρητής να είναι αρμόδιος για την αξιολόγηση μικρότερου αριθμού δικαστηρίων και δικαστικών λειτουργών.
• Καθορισμός με αναλυτικό τρόπο των κριτηρίων και της μεθόδου αξιολόγησης, προκειμένου να εκσυγχρονισθεί το υφιστάμενο πλαίσιο με βάση τις διεθνείς και τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και να περιοριστούν οι μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των επιθεωρητών.
• Εμπλουτισμός των κριτηρίων αξιολόγησης ώστε να ελέγχεται π.χ. η ικανότητα στις διαδικασίες διαμεσολάβησης, η ταχύτητα προσαρμογής σε νέους τομείς του δικαίου, η ευχέρεια ανταπόκρισης σε πρόσθετα καθήκοντα, όπως η εκπαίδευση νέων δικαστών, η συμμετοχή σε επιτροπές και συμβούλια.
• Υιοθέτηση καλών πρακτικών από τους επιθεωρητές για ενιαία εφαρμογή κριτηρίων αξιολόγησης.
• Σύσταση ειδικής υπηρεσίας σε κάθε ανώτατο δικαστήριο που να υποστηρίζει την επιθεώρηση.
• Ενίσχυση του εποπτικού ρόλου των διευθυνόντων/νουσών των δικαστηρίων και καλύτερη οργάνωση της εσωτερικής επικοινωνίας εντός του δικαστηρίου ώστε να διευκολύνεται το έργο της επιθεώρησης.