Η εργασιακή ικανοποίηση στην Ελλάδα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ενώ το εργασιακό άγχος συνεχίζει να ταλανίζει μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Focus Bari για λογαριασμό της EDENRED, υπό την αιγίδα του Συνδέσμου Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού.
Όπως παρουσιάστηκε στο 3rd HR Summit@Grecotel LaRiviera, περίπου ένας στους τρεις εργαζόμενους δηλώνει μη ικανοποιημένος από τη δουλειά του, ενώ μόλις δύο στους δέκα εκφράζουν ικανοποίηση.
Το 45% των συμμετεχόντων διατηρεί ουδέτερη στάση, καταδεικνύοντας μια αγορά εργασίας με προσωπικό που αισθάνεται "σε αναμονή" ή παγιδευμένο ανάμεσα στη σταθερότητα και την αναζήτηση νέων ευκαιριών. Ιδιαίτερα χαμηλή ικανοποίηση καταγράφεται σε κλάδους όπως το λιανεμπόριο, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και σε ρόλους με φυσική παρουσία.
Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ικανοποίηση είναι οι αποδοχές, οι ευκαιρίες εξέλιξης, το εργασιακό κλίμα, η ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και το πακέτο παροχών.
Παράλληλα, πολλοί εργαζόμενοι εκφράζουν ανάγκη για ασφάλεια και αναγνώριση σε οικονομικό, ψυχολογικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ένας στους δύο θεωρεί ότι η προσπάθειά του δεν αναγνωρίζεται, ενώ τέσσερις στους δέκα ζητούν μεγαλύτερη διαφάνεια και αξιοκρατία στις διαδικασίες αξιολόγησης και ανταμοιβής.
Το εργασιακό άγχος παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους να δηλώνουν ότι βιώνουν έντονη πίεση. Τα υψηλότερα ποσοστά άγχους εμφανίζονται σε μάνατζερς, ηγέτες ομάδων, τμήματα marketing & πωλήσεων και στις γυναίκες.
Κύρια αίτια αποτελούν ο φόρτος εργασίας, τα deadlines, η έλλειψη προσωπικού, το τοξικό περιβάλλον, η ελλιπής επικοινωνία και οι συχνές αλλαγές προτεραιοτήτων. Το άγχος φαίνεται να μειώνεται με την ηλικία, καθώς οι μεγαλύτεροι εργαζόμενοι υιοθετούν πιο “φιλοσοφημένη” στάση απέναντι στις πιέσεις.
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, η έρευνα δείχνει ότι ένας στους δύο εργαζόμενους διαθέτει προσωποποιημένο πλάνο, ενώ το υπόλοιπο 50% θεωρεί πως οι εκπαιδεύσεις δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του ή δεν τον αφορούν άμεσα.
Η κινητικότητα παραμένει αυξημένη, καθώς ένας στους τρεις εργαζόμενους σκέφτεται να αλλάξει εργοδότη εντός των επόμενων 12 μηνών. Οι βασικοί λόγοι σχετίζονται με τις αποδοχές, τις προοπτικές εξέλιξης, τις παροχές, το work-life balance και το εργασιακό κλίμα.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το 30% των εργαζομένων δηλώνουν ανοιχτοί να εργαστούν για εταιρείες του εξωτερικού χωρίς να μετακινηθούν από την Ελλάδα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τηλεργασίας.
Η αναζήτηση ταλέντων εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τις επιχειρήσεις. Δύο στις τρεις εταιρείες αναφέρουν δυσκολία στην πρόσληψη ταλέντων, αν και το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σε σύγκριση με το 2024. Επίσης, μία στις δύο επιχειρήσεις αντιμετωπίζει δυσκολίες στη διατήρηση ταλέντων, κυρίως λόγω περιορισμένων προοπτικών εξέλιξης και ανταγωνιστικών παροχών.
Σε μια περίοδο που η ακρίβεια πιέζει τα νοικοκυριά, το 40% των εργαζομένων δηλώνει ότι ο μισθός του εξαντλείται πριν το τέλος του μήνα, ενώ άλλο ένα 40% αναφέρει ότι επαρκεί οριακά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, έξι στις δέκα επιχειρήσεις σχεδιάζουν αυξήσεις μισθών μέσα στο 2026. Το 24% θα δώσει οριζόντιες αυξήσεις, ενώ το 40% στοχευμένες αυξήσεις σε συγκεκριμένους εργαζόμενους. Επιπλέον, μία στις δύο εταιρείες σκοπεύει να αυξήσει το προσωπικό της την επόμενη χρονιά.
Συνολικά, η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης, αλλά και έντονη ψυχολογική κόπωση. Οι εργαζόμενοι αναζητούν ασφάλεια, ισορροπία και αναγνώριση, ενώ οι εργοδότες καλούνται να ανταποκριθούν στις προκλήσεις προσέλκυσης και διατήρησης ταλέντου σε ένα απαιτητικό οικονομικό περιβάλλον.