Κατατέθηκε στη Βουλή η υπ’ αριθμόν 56/7 14.12.2023 τροπολογία στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Αναμόρφωση επαγγελματικής ασφάλισης, εξορθολογισμός ασφαλιστικής νομοθεσίας, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, σύστημα διορισμού και προσλήψεων των εκπαιδευτικών της δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης και λοιπές διατάξεις», η οποία αφορά ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.
Η τροπολογία προβλέπει ότι χορηγείται άδεια διαμονής με δικαίωμα πρόσβασης στην εξαρτημένη εργασία και στην παροχή υπηρεσιών ή έργου σε πολίτες τρίτων χωρών που: α) διαθέτουν δήλωση προσφοράς εργασίας από εργοδότη στην Ελλάδα για την απασχόλησή τους με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας ή παροχής υπηρεσιών ή έργου, β) διέμεναν στην Ελλάδα έως και την 30ή Νοεμβρίου 2023 χωρίς άδεια διαμονής, γ) συνεχίζουν να διαμένουν στην Ελλάδα και δ) συμπληρώνουν τουλάχιστον τρία συνεχή έτη παραμονής στην Ελλάδα πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας.
Σημειώνεται ότι η άδεια διαμονής εκδίδεται εάν και εφόσον, εντός αποκλειστικής προθεσμίας μετά την υποβολή της αίτησης, ο αλλοδαπός υποβάλλει στοιχεία που θα αποδεικνύουν ότι έχει ξεκινήσει πραγματικά να εργάζεται και θα ανακαλείται αν αυτός/ή δεν εργάζεται. Η τροπολογία προβλέπει τη χορήγηση άδειας διαμονής και στη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα όσων πάρουν την άδεια.
Σημειώνεται ότι η εν λόγω ρύθμιση:
- Δεν νομιμοποιεί και δεν δίνει κανένα δικαίωμα σε μη νόμιμα διαμένοντες στην Ελλάδα πέρα από την πρόσβαση στην αγορά εργασίας για όσους διαμένουν επί μακρόν εδώ πριν από τις 30 Νοεμβρίου 2023 υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.
- Δεν δίνει καν δικαίωμα σε οικογενειακή επανένωση ούτε βέβαια σε μόνιμη διαμονή ή ακόμα περισσότερο σε ιθαγένεια, όπως συμβαίνει στη Γερμανία. Η συγκεκριμένη δε άδεια εξαρτάται από την ύπαρξη και τη συνέχιση δηλωμένης εργασίας από τον δικαιούχο.
Η ρύθμιση αφορά περίπου 30 χιλιάδες δικαιούχους σύμφωνα με συγκεκριμένους υπολογισμούς. Τέλος, η ρύθμιση απαντά στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας αλλά και στον έντονο ανταγωνισμό που έχει προκύψει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία, για τους εργάτες γης αλλά και γενικότερα για εργαζόμενους χαμηλής και μέσης ειδίκευσης.