Με συνταγή της δεκαετίας του... 2000, αν όχι παλαιότερη, το οικονομικό επιτελείο προσβλέπει στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάκαμψης της εγχώριας οικονομίας: την αναθέρμανση της αγοράς ακινήτων. Χθες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στη Βουλή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού, ανήγγειλε ότι το 2020 θα πραγματοποιηθεί η δεύτερη δόση μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 8%, μεσοσταθμικά, οδηγώντας σε μια συνολική μείωση του φόρου κατά 30% στην περίοδο 2019 – 2020.
Η μείωση του ΕΝΦΙΑ έρχεται να «κουμπώσει» με τα μέτρα που ανακοίνωσε πριν λίγο καιρό η κυβέρνηση (αναστολή ΦΠΑ για τρία χρόνια, έκπτωση κατά 40% από τον φόρο των δαπανών επισκευής και ενεργειακής αναβάθμισης των κτηρίων).
Η έμφαση που δίνει η κυβέρνηση στα ακίνητα έχει προκαλέσει κάποιες αιτιάσεις, με αρκετούς επιχειρηματικούς παράγοντες και οικονομικούς αναλυτές να θυμίζουν ότι πρόκειται για συνταγή προηγούμενων δεκαετιών και ότι βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και την προσέλκυση νέων επενδύσεων, που θα ευθυγραμμίσουν την οικονομία με τις καταιγιστικές, διεθνείς εξελίξεις.
Όσοι εκτιμούν ότι είναι παρωχημένη η στρατηγική της ανάπτυξης μέσω ακινήτων, σημειώνουν ότι διεθνώς συντελείται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η 4η Βιομηχανική Επανάσταση και οι προηγμένες οικονομίες επενδύουν στις νέες τεχνολογίες και τις ενσωματώνουν στην παραγωγή, ώστε να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Κατ' αυτή την έννοια, η υπερβολική προσήλωση στις επενδύσεις στα ακίνητα θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την προσπάθεια να προλάβουμε τις παγκόσμιες εξελίξεις.
Από την άλλη πλευρά, κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι τα ακίνητα και η οικοδομή είχαν «παγώσει» για περισσότερο από μια δεκαετία και υπάρχει πραγματική ανάγκη στην οικονομία για επενδύσεις σε ακίνητα και διαμερίσματα. Επιπλέον, σημειώνουν ότι σε μια χώρα με τόσο υψηλά ποσοστά ιδιοκτησίας ακινήτων, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να νοείται οικονομική ανάκαμψη χωρίς ισχυροποίηση της αγοράς ακινήτων.
Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, αναγνώρισε πάντως, μιλώντας χθες στη Βουλή, την ανάγκη εκσυγχρονισμού της επενδυτικής στρατηγικής. «Η νέα πολιτική στόχευση είναι οι επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να διπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια, το συντομότερο δυνατόν», τόνισε. «Επενδύσεις όμως που θα ενσωματώνουν τα επιτεύγματα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και θα τονώνουν τις ενδογενείς πηγές ανάπτυξης, όπως είναι η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία».
Αναθέρμανση οικοδομής, άνοδος τιμών
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ήδη σημειώνεται σημαντική αναθέρμανση της οικοδομικής δραστηριότητας, με σημαντική άνοδο από χαμηλό σημείο εκκίνησης.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), τον περασμένο Αύγουστο εκδόθηκαν 1.300 οικοδομικές άδειες, που αντιστοιχούν σε 325,2 χιλιάδες τ.μ. επιφάνειας και 1.530,9 χιλιάδες κυβικά μέτρα όγκου, σημειώνοντας αύξηση κατά 27% στον αριθμό των αδειών, κατά 29,6% στην επιφάνεια και κατά 33,9% στον όγκο, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2018. Αντίστοιχα, κατά το ίδιο διάστημα, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα σημείωσε αύξηση κατά 28,3% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, κατά 35,3% στην επιφάνεια και κατά 37,8% στον όγκο.
Την ίδια ώρα, σαφώς βελτιωμένη είναι και η εικόνα των τιμών των ακινήτων. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, από τα χαμηλά επίπεδα του 2017 οι τιμές των επαγγελματικών ακινήτων σημειώνουν άνοδο της τάξης του 14% ενώ οι τιμές των διαμερισμάτων ενισχύονται κατά 11%. Μάλιστα τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έδειξαν μια επιτάχυνση της ανόδου των τιμών των ακινήτων κατά το τρίτο τρίμηνο.
Όπως σημειώνουν οικονομικοί αναλυτές, η άνοδος των τιμών των ακινήτων φέρνει στην ελληνική οικονομία ένα σημαντικό wealth effect: καθώς οι περισσότεροι Έλληνες έχουν ιδιοκτησίες ακινήτων, η αύξηση της αξίας τους ενισχύει τη ροπή προς κατανάλωση, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη. Η άλλη όψη του νομίσματος, όμως, που χρειάζεται μεγάλη προσοχή, είναι ο κίνδυνος να δημιουργηθεί και πάλι μια «φούσκα» στην αγορά ακινήτων, εάν κατευθυνθούν υπερβολικά ποσά κεφαλαίων (και με δανεισμό) στα ελληνικά ακίνητα.