Ο πρωθυπουργός έχει μετατρέψει σε προσωπικό του στοίχημα την επανεκκίνηση του τουρισμού και η εικόνα που δίνεται στο διεθνές στερέωμα είναι αναμφίβολα θετική. Όμως, αυτοί που εκ της ιδιότητάς τους είναι υποχρεωμένοι να μετρούν αριθμούς και να προβλέπουν, δηλαδή τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, προειδοποιούν ότι οι απώλειες της οικονομίας και του προϋπολογισμού από τη φετινή καθίζηση της τουριστικής μας βιομηχανίας θα είναι πολύ βαριές.
Το βασικό σενάριο με το οποίο εργάζονται τα κυβερνητικά στελέχη, όπως ανέφερε σήμερα παράγοντας του οικονομικού επιτελείου, προβλέπει ότι τους τρεις κρίσιμους μήνες για τον τουρισμό, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο (ο Ιούνιος θεωρείται ήδη χαμένος) η συμβολή του τουρισμού στο προϊόν της οικονομίας θα είναι 60% χαμηλότερη από πέρυσι.
Χονδρικά, όπως εξηγούν, αυτό σημαίνει το εξής: σε όλη τη διάρκεια τους έτους, ο τουρισμός προσθέτει στο ΑΕΠ της χώρας γύρω στις 10 μονάδες (σχεδόν 20 δισ. ευρώ). Από αυτές τις 10 μονάδες, οι 6 είναι το προϊόν που δημιουργεί ο τουρισμός τους καλοκαιρινούς μήνες. Με την υπολογιζόμενη πτώση κατά 60%, αυτοί που μετρούν τους αριθμούς φθάνουν στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον 3,6% του ΑΕΠ θα «σβήσει» μέσα σε ένα καλοκαίρι.
Σε απόλυτους αριθμούς, θα λείψουν από την οικονομία αυτό το καλοκαίρι περισσότερα από 7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου τα 3 δισ. ευρώ θα κατέληγαν στα κρατικά ταμεία ως φορολογικά και λοιπά έσοδα, τη στιγμή που ήδη, πριν μπούμε στους καλοκαιρινούς μήνες, καταγράφεται μια υστέρηση άνω του 33% στα έσοδα του προϋπολογισμού.
Στην πραγματικότητα, οι απώλειες πιθανότατα θα είναι μεγαλύτερες από το 60% που προβλέπει η κυβέρνηση. Οι παράγοντες της αγοράς, σε δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, εκτιμούν ότι θα είναι κατόρθωμα αν περισωθεί φέτος το 20% του τουριστικού προϊόντος. Το εγχείρημα της επανεκκίνησης καθημερινά αποδεικνύεται ότι είναι δυσκολότερο από όσο αναμενόταν και κρύβει πολλές και ενδεχομένως απρόβλεπτες «παγίδες». Την αβεβαιότητα πιστοποιεί το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ξενοδοχείων έχουν επιλέξει να μην ανοίξουν καν τις πόρτες τους ακόμη.
Όλα αυτά υπογραμμίζουν ένα βαθύ, διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας, που έγινε ακόμη βαθύτερο στη δεκαετία της μεγάλης κρίσης, όταν ο τουρισμός έγινε ο μοναδικός τομέας με σταθερή και ισχυρή ανάπτυξη, όταν όλα γύρω κατέρρεαν. Η «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού, όμως, όπως την έχει χαρακτηρίσει εύστοχα ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά την ελληνική οικονομία. Και η κρίση του κορονοϊού επιβεβαιώνει με δραματικό τρόπο την ανάγκη για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, περισσότερο ισορροπημένο και πιο κοντά στις απαιτήσεις της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης και του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού.
Κυβέρνηση και ιδιωτικός τομέας «σηκώνουν μανίκια» για να μετριάσουν, όσο είναι δυνατό, την φετινή πτώση του τουρισμού μας. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να αρχίσουν να εργάζονται για να μην μείνει στη σφαίρα των θεωρητικών συζητήσεων η αναζήτηση ενός διαφορετικού, βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης.