Αύξησαν τις δαπάνες τους οι ελληνικές επιχειρήσεις για την υλοποίηση πρακτικών ESG το 2021, συγκριτικά με το 2020, αναγνωρίζοντας την σημασία της βιώσιμης ανάπτυξης και της εταιρικής υπευθυνότητας ειδικά εν μέσω της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με έρευνα που εκπόνησε η ICAP - CRIF AE, σε δείγμα 185 επιχειρήσεων από διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, το 92% αυτών χαρακτηρίζουν πάρα πολύ σημαντική τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ σχεδόν 6 στις 10 αύξησαν τα σχετικά κονδύλια ESG το περασμένο έτος.
Όπως σημειώνει ο κ. Νικήτας Κωνσταντέλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ICAP- CRIF, οι ελληνικές επιχειρήσεις προχώρησαν στην αναπροσαρμογή των επιχειρηματικών τους μοντέλων στη βάση των κριτηρίων ESG, καθώς μετά την θέσπιση των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών έχει διαμορφωθεί μία νέα αντίληψη σχετικά με τον ρόλο των εταιρειών.
Ειδικότερα, οι ενέργειες που αφορούν στην κοινωνία καλύπτουν το μεγαλύτερο μερίδιο (39%) στον συνολικό προϋπολογισμό των εταιρειών για τις δράσεις βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ ακολουθούν οι περιβαλλοντικές, με 36%, και οι σχετικές με την εταιρική διακυβέρνηση δράσεις (25%).
Οι εταιρείες κρίνουν ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια ανάπτυξης των δράσεων ESG, με το 57% όσων ερωτήθηκαν να θεωρούν ότι ο βαθμός διείσδυσης των σχετικών πρακτικών κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα. Εξάλλου, η πλειονότητα των εταιρειών του δείγματος αναγνωρίζει τα οφέλη που αποκομίζουν από την υλοποίηση δράσεων ESG, με την ενίσχυση της εταιρικής εικόνας να αναφέρεται από το 94% των ερωτηθέντων, την δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη το 93% και την προσέλκυση και διατήρηση υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού το 91%.
Απ’ την άλλη πλευρά ωστόσο, η δαπάνη για την εφαρμογή ενός προγράμματος βιώσιμης ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που δέχονται οι ελληνικές επιχειρήσεις λόγω της ενεργειακής κρίσης θεωρούνται οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες υλοποίησης πρακτικών ESG.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο στοιχείο, πέραν της αυξημένης δαπάνης που απασχολεί το 15% του δείγματος, οι επιχειρήσεις ανέφεραν ως ανασταλτικούς παράγοντες επίσης την έλλειψη κινήτρων προς τις επιχειρήσεις, σε ποσοστό 13%, τις οικονομικές πιέσεις (12%) λόγω της ενεργειακής κρίσης που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2021 κι εντάθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς και τη μη επαρκή γνώση της διοίκησης της εταιρείας σε θέματα ESG (12%), την δυσκολία μέτρησης της βιωσιμότητας (10%) καθώς και τη γραφειοκρατία (9%).
Ως προς τη διαχείριση των σχετικών δράσεων, το 53% ανέφεραν ότι η ίδια η διοίκηση της εταιρείας έχει τη σχετική αρμοδιότητα, ενώ ακολουθεί με 25% η ξεχωριστή διεύθυνση/τμήμα της εταιρείας. Το 73% ωστόσο όσων ανέφεραν την δεύτερη επιλογή ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες, με συνολικό τζίρο άνω των 50 εκατ ευρώ το 2021.
Ως προς το ύψος των κονδυλίων, το 80% του δείγματος δαπανούν έως 200.000 ευρώ, το 14% μεταξύ 200.000 και 1 εκατ ευρώ, ενώ από 1 εκατ έως 5 εκατ. ευρώ δαπανά το 3%, ενώ επίσης το 3% δαπανά ποσό που υπερβαίνει τα 5 εκατ ευρώ για το ESG. Το πιο ενθαρρυντικό στοιχείο ωστόσο είναι το γεγονός ότι το 56% των επιχειρήσεων αύξησαν τα σχετικά κονδύλια το 2021 συγκριτικά με το 2020, ενώ το 42% τα διατήρησε σταθερά και μόλις 2% τα μείωσε.
Αναγνωρίζοντας τις κοινωνικές επιδράσεις της λειτουργίας των επιχειρήσεων, η συντριπτική πλειονότητα του δείγματος (95%) δήλωσαν ότι παρέχουν ίσες ευκαιρίες προς όλους τους εργαζομένους “πολύ” ή “πάρα πολύ”, ενώ το 84% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι παρέχουν δυνατότητες εκπαίδευσης ή βελτίωσης των δεξιοτήτων του προσωπικού, σε αντίστοιχο βαθμό.
Το 80% ανέφεραν ότι προσφέρουν πρόσθετες παροχές και οικονομικές διευκολύνσεις στο προσωπικό, ενώ το 61% ανέφερε την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ως επιπλέον παροχή το 2021. Ως προς τις περιβαλλοντικές δράσεις, η αποτελεσματική διαχείριση του χαρτιού και των στερεών αποβλήτων αποτελεί προτεραιότητα για το 83% των εταιρειών του δείγματος, ενώ ακολουθούν η ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης του προσωπικού με 78%, η εφαρμογή εσωτερικών προγραμμάτων ανακύκλωσης με 72%, η ένταξη συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης σύμφωνα με εθνικά/διεθνή πρότυπα, με 65%, καθώς και οι ενέργειες για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων που χρησιμοποιεί η εταιρεία (63%).
Σε σχέση με την εταιρική διακυβέρνηση, η έρευνα της ICAP αποκαλύπτει ότι το 91% των εταιρειών δηλώνουν ότι συμμορφώνονται με τις ισχύουσες πρακτικές επιχειρηματικής ηθικής, σε υψηλό βαθμό, ενώ την εφαρμογή δράσεων με στόχο την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προωθεί το 88% του δείγματος. Αντίστοιχα, το 77% των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν ενσωματώνουν τεχνολογίες cloud για την αποθήκευση και χρήση δεδομένων, το 69% προωθεί την καινοτομία ενώ το 66% εστιάζει στην ανάπτυξη ψηφιακών δράσεων με σκοπό την πρόσβαση σε εταιρικές εφαρμογές από οποιαδήποτε σημείο, με μόνη απαίτηση τη σύνδεση στο Διαδίκτυο.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Κωνσταντέλος σημείωσε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να στοχεύουν στην αύξηση της κοινωνικής προσφοράς τους, παράλληλα με την μείωση του περιβαλλοντικού κι ενεργειακού τους αποτυπώματος, παραμένοντας προσηλωμένες στην ηθική και αποτελεσματική εταιρική διακυβέρνηση. Ο ίδιος υπογράμμισε επίσης ότι, προς αυτήν την κατεύθυνση, η ενημέρωση της κοινωνίας, η εκπαίδευση των στελεχών των επιχειρήσεων και η παροχή κινήτρων από την πλευρά της Πολιτείας είναι ενέργειες που μπορούν να ενθαρρύνουν περισσότερες επιχειρήσεις στην υιοθέτηση πρακτικών εταιρικής υπευθυνότητας.