Ένα χρόνο πριν γιορτάσει την πρώτη της εκατονταετηρίδα, η παλαιότερη βιομηχανία αναψυκτικών της ελληνικής αγοράς, αλλάζει ιδιοκτήτη. Νέος μεγαλομέτοχος της εταιρείας ΕΨΑ είναι το fund SMERemediumCap που διευθύνεται από τον κ. Νίκο Καραμούζη. Είναι ο τέταρτος κατά σειρά ιδιοκτήτης: οι αδελφοί Κοσμαδόπουλοι τη δημιούργησαν το 1924, για να περάσει στην Εθνική Τράπεζα το 1936, ενώ οι αδελφοί Μοσχοκλαΐδη και ο Νίκος Τσαούτος την απέκτησαν το 1969.
Όσο κι αν προσπάθησαν –κι είναι γεγονός ότι έκαναν μεγάλο αγώνα– τα αδέλφια Πένυ και Μιχάλης Τσαούτος, στη σκιά του πατέρα τους κ. Νίκου Τσαούτου, να διατηρήσουν οικονομικά υγιή την ΕΨΑ, δεν τα κατάφεραν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εταιρεία έκλεισε τη χρήση του 2022 με αρνητικό EBITDA. Τα πράγματα, δηλαδή, όσο περνούσε ο καιρός τόσο γίνονταν και πιο δύσκολα.
Αν και κατόρθωσαν να περάσουν μέσα από τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης –όχι χωρίς «τραύματα»– σε ένα κλάδο, που τον τόνο δίνει ένας από τους μεγαλύτερους πολυεθνικούς ομίλους της ελληνικής αγοράς, η Coca Cola HBC, τελικώς υπέκυψαν στα «τραύματα» που προκάλεσε στην ελληνική αγορά ο πόλεμος της Ουκρανίας.
Το περιβάλλον, όμως, είναι η μία διάσταση. Η επιχειρηματική στρατηγική μέσα σε μία εξαιρετικά ανταγωνιστική αγορά εξηγεί γιατί τα δύο αδέλφια από το 2022 αναζητούσαν απεγνωσμένα νέο βασικό μέτοχο για να σώσει την εταιρεία. Πριν από το fund του κ. Καραμούζη, στην αγορά είχαν κυκλοφορήσει πληροφορίες για συζητήσεις με τον όμιλο της Δέλτα. Ο κ. Τσαούτος τότε, μιλώντας προς το Business Daily, τις είχε επιβεβαιώσει, αλλά σημείωσε πως ήταν μία συζήτηση που περίπου «έγινε στο πόδι» και, παράλληλα, τόνισε ότι δεν υπήρχε συμφωνία για πώληση της εταιρείας. Παράλληλα είχε ανακοινωθεί πως η Pepsico θα παράγει ορισμένα από τα αναψυκτικά της στο εργοστάσιο της ΕΨΑ, στην Αγριά του Βόλου.
Η εταιρεία είχε ανάγκη κεφαλαίων κίνησης και η προσφυγή της στον τραπεζικό δανεισμό θα έκανε πιο επαχθή την οικονομική της θέση –ήδη έχει δάνειο 1 εκατ. ευρώ και μηχανήματα με leasing, για τα οποία πλήρωνε υψηλό αντίτιμο. Και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε η οικογένεια Τσαούτου να βρεθεί στην ανάγκη του κ. Π. Σεπετά, μετόχου της ΕΨΑ με 25% και ιδιοκτήτη της Ηπειρωτικής Βιομηχανίας Εμφιάλωσης (Βίκος).
Οι σχέσεις των δύο μετόχων δεν ήταν απλώς κακές, αλλά ήταν ανύπαρκτες. Όταν ο κ. Νίκος Σαρρής, ιδιοκτήτης της βιομηχανίας απορρυπαντικών Εύρηκα, που ήταν ο κάτοχος του 25%, ήθελε να πουλήσει την συμμετοχή του στην ΕΨΑ, απευθύνθηκε κατ΄αρχήν στην οικογένεια Τσαούτου, οι οποίοι του δήλωσαν πως δεν έχουν την δυνατότητα να το αγοράσουν. Έτσι στράφηκε στον κ. Σεπετά, από τους μεγαλύτερους τότε παραγωγούς εμφιαλωμένου μεταλλικού νερού -και ο μεγαλύτερος σήμερα.
Ο Ηπειρώτης επιχειρηματίας το αγόρασε. Και στη συνέχεια –αυτό είναι το μόνο βέβαιο– ο κ. Σεπετάς σχεδίαζε να δραστηριοποιηθεί και στην αγορά των αναψυκτικών. Το νερό το διέθετε εν αφθονία, αλλά διέθετε και το δίκτυο. Δεν έχει γίνει γνωστό πως και γιατί οι δύο οικογένειες, Τσαούτου και Σεπετά, από συνεργάτες, αρχικά, έγιναν εχθροί. Υπάρχουν μόνο ακριτομυθίες. Το σίγουρο είναι –και γι΄αυτό ο κ. Σεπετάς αγόρασε το μερίδιο του κ. Σαρρή– πως ο Ηπειρώτης επιχειρηματίας ήθελε να χρησιμοποιήσει την ΕΨΑ για την αγορά των αναψυκτικών. Προφανώς, αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με τη μετοχική σχέση του 75% - 25%.
Τι διημείφθη μεταξύ τους, το γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι. Αυτό που ξέρουμε είναι πως το σχέδιο Σεπετά για την ΕΨΑ δεν πραγματοποιήθηκε και εν συνεχεία η εταιρεία Βίκος ΑΕ αποφάσισε και εισήλθε στην παραγωγή και διακίνηση αναψυκτικών με την επωνυμία της. Δηλαδή, η οικογένεια Τσαούτου βρέθηκε με τον ανταγωνιστή της στο μετοχικό της κεφάλαιο! Οι σχέσεις βεβαίως μεταξύ των δύο πλευρών έγιναν ακόμη χειρότερες.
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι συζητήσεις μεταξύ της οικογένειας Τσαούτου και του κ. Καραμούζη έγιναν με εξαιρετική μυστικότητα, ενώ και ο τρόπος με τον οποίο άλλαξε χέρια η εταιρεία έγινε για να αποφευχθεί η εμπλοκή του κ. Σεπετά.
Μία άλλη χαμένη επιχειρηματική επιλογή για την οικογένεια ήταν η πρόταση που πριν από χρόνια απηύθυνε ο κ. Περικλής Βενιέρης, ιδρυτής της Green Cola, Βολιώτης στην καταγωγή. Πρότεινε στον κ. Μιχάλη Τσαούτο τη συνεργασία των δύο εταιρειών –τότε είχαν περίπου το ίδιο μέγεθος πωλήσεων– στο εμπορικό τμήμα, με διαμοιρασμό της ελληνικής αγοράς σε βορρά και νότο. Ο κ. Τσαούτος αρνήθηκε. Επέλεξε τον δικό του μοναχικό και δύσκολο δρόμο –δεν είχε αφήσει εμπορική έκθεση στο εξωτερικό που να μην έχει παρουσία, προσπαθώντας να τονώσει τις εξαγωγές του. Και υπάρχει και η περίπτωση της Δέλτα, όπως προαναφέρθηκε, η οποία διαθέτει ισχυρό δίκτυο διανομής. Αλλά κι αυτή η προσέγγιση ατύχησε.
Τα ερωτήματα για το μέλλον
Εν τω μεταξύ, η απόκτηση της ΕΨΑ από το εν λόγω fund δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά, όπως επισημαίνουν πηγές της αγοράς. Τα χρήματα που θα βάλει το fund του κ. Καραμούζη είναι αρκετά και πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να τα βγάλει, ακόμη και χωρίς κέρδος –αν αυτό είναι δυνατόν για ένα fund... Ίσως η γενική συνέλευση των μετόχων στις 22 Ιουνίου αποσαφηνίσει τις προθέσεις και τις επιλογές του νέου βασικού μετόχου.
Αξιοσημείωτη ωστόσο είναι η τοποθέτηση της οικογένειας Σεπετά επί των εξελίξεων. Σε σχετική της ανακοίνωση αναφέρει πως «καλωσορίζει τη στρατηγική επένδυση του επενδυτικού ταμείου SMERC, στην ΕΨΑ. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια νέα - πιο ελπιδοφόρα μέρα για την ιστορική αυτή εταιρεία, στην ανάπτυξη της οποίας πάντα πιστεύαμε. Με σταθερή αυτή την πίστη, θα συνεχίσουμε να έχουμε αμείωτο το επενδυτικό μας ενδιαφέρον στην ΕΨΑ, θα διατηρήσουμε τη θέση μας και θα παραμείνουμε στο επενδυτικό σχήμα, προσηλωμένοι στις σταθερές αρχές και αξίες που μας συνοδεύουν διαχρονικά. Ο κλάδος χρειάζεται βιώσιμες εταιρείες που θα αναπτύσσονται, θα παρέχουν ποιοτικά προϊόντα και θα συμβάλλουν στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας».
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως σε σχετικό βάθος χρόνου, όταν ο νέος βασικός μέτοχος αποφασίσει να ρευστοποιήσει την επένδυσή του, η οικογένεια Σεπετά θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη του επιλογή. Από την άλλη πλευρά, στον κλάδο πλέον, εκτός από τις δύο πολυεθνικές, τις 3Ε και Pepsico, υπάρχουν κι άλλοι ισχυροί όμιλοι. Επί παραδείγματι, η οικογένεια Σαράντη, η οποία «ανέστησε» την επίσης ιστορική βιομηχανία αναψυκτικών των Τρικάλων, την Κλιάφας, αλλά και η Green Cola με βασικό μέτοχο τον κ. Γιάννη Χήτο –παραδοσιακό ανταγωνιστή του κ. Σεπετά.
Το βασικό ερώτημα που διατυπώνεται, από πηγές της αγοράς, είναι σε ποιο δίκτυο θα μπορούσαν να ενσωματωθούν τα προϊόντα της ΕΨΑ, για να ενισχυθεί η διανομή τους; Και ποια είναι τα απώτερα σχέδια του κ. Καραμούζη; Εκτός βεβαίως από τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του εργοστασίου.
Έτσι, φαίνεται πως κλείνει ένας ο κύκλος για την ΕΨΑ, που δημιουργήθηκε από ένα τυχαίο γεγονός, όταν μία χρονιά υπήρξε υπεραπαραγωγή λεμονιών στα χαμηλά του Πηλίου και για να μην πάνε χαμένα, οι αδελφοί Κοσμαδόπουλοι αποφάσισαν να τα χυμοποιήσουν, φέρνοντας ειδικό από τη Γερμανία. Έτσι γεννήθηκε και ο μύθος της λεμονάδας, που αργότερα, το 1951, ενισχύθηκε με το περίφημο μπουκάλι, που παραμένει ακόμη σήμα κατατεθέν της εταιρείας.