Η αλλαγή του οικονομικού κλίματος, η έξοδος από την κρίση που μοιάζει πλέον μη αναστρέψιμη, αλλά και η διάθεση που δείχνει η κυβέρνηση για στήριξη με νομοθετικές παρεμβάσεις και επίλυση χρόνιων προβλημάτων είναι τα στοιχεία που κάνουν το 2020 έτος ολικής επαναφοράς για το ελληνικό γιότινγκ.
Αυτό επισημαίνει στο Business Daily ο πρόεδρος της Ένωσης Πλοιοκτητών Ελληνικών Σκαφών Τουρισμού (ΕΠΕΣΤ), Αντώνης Στελλιάτος, καθώς διαφαίνεται ότι η Ελλάδα, με τη σωστή στήριξη και διαχείριση, μπορεί το 2020 να αρχίσει να ανακτά το χαμένο έδαφος στην παγκόσμια αγορά του θαλάσσιου τουρισμού, αλλά να θέσει ακόμη πιο ψηλά τον πήχη με σταθερή πορεία ανόδου.
Η στήριξη του ελληνικού γιότινγκ, σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται να γίνει πράξη μέσω των νομοσχεδίων που καταρτίζονται από το υπουργείο Ναυτιλίας και αναμένεται να κατατεθούν στη Βουλή το αμέσως προσεχές διάστημα. Μεγάλο ζητούμενο για τον κλάδο είναι η μείωση των φόρων, αλλά και οι δυνατότητες ελλιμενισμού σε αξιόπιστες μαρίνες όπου θα παρέχονται υπηρεσίες, ώστε τα σκάφη να μην μένουν στα λιμάνια. Τομείς, οι οποίοι αφορούν τα υπουργεία Οικονομικών και Τουρισμού και οι οποίοι φαίνεται ότι πλέον, όπως ο ίδιος αναφέρει, έχουν λάβει την προσοχή που τους αρμόζει και μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές.
Στόχος είναι το ελληνικό γιότινγκ να φθάσει ξανά στα επίπεδα που ήταν προ οχταετίας, όταν συνεισέφερε το 3,2% του ΑΕΠ. Μετά από ένα διάστημα βαθιάς οικονομικής κρίσης που παρέσυρε το ελληνικό γιότινγκ, γίνεται προσπάθεια να αναδυθεί στην επιφάνεια, ωστόσο πλέον οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες καθώς οι ανταγωνίστριες προς την Ελλάδα χώρες εκμεταλλεύτηκαν τις ελληνικές δυσλειτουργίες και πήραν μεγαλύτερο κομμάτι από την παγκόσμια πίτα.
Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον ίδιο, παρά το ότι έχει κλυδωνιστεί ο κλάδος, παραμένει σημαντική πηγή εσόδων για την ελληνική οικονομία αφού συνεισφέρει άμεσα και έμμεσα το 1,1% του ΑΕΠ, έχοντας όμως μόλις το 2% από την πίτα του ευρωπαϊκού yachting, όταν η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία μοιράζονται το 90% της αγοράς. Μια αγορά, που την τελευταία δεκαετία γνωρίζει σταθερή ανάπτυξη µε ρυθµό περίπου 6% ετησίως. Σημειώνεται ότι στην Ευρώπη υπάρχουν 6.300.000 σκάφη, 4.500 µαρίνες και απασχολούνται 280.000 άτοµα.
Η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη χώρα που θέσπισε νομικό πλαίσιο για τον θαλάσσιο τουρισµό, το 1976. Ο ελληνικός στόλος απαρτίζεται από 5.000 και πλέον επαγγελματικά σκάφη, όπως ιστιοπλοϊκά, catamaran, μηχανοκίνητα άνευ πληρώματος μέχρι 24 μέτρα, μηχανοκίνητα με πλήρωμα 6-15 άτομα και μίνι κρουαζιερόπλοια χωρητικότητας 49 ατόμων.
Τα επαγγελματικά πλοία αναψυχής που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με ολική ναύλωση και έχουν ελληνική σημαία είναι 5.036. Αυτά με σημαία Ε.Ε. - ΕΟΧ (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) είναι 436, ενώ αυτά με σημαία τρίτης χώρας είναι έξι.
Ωστόσο παρά τις δυνατότητες που παρουσιάζει το γιώτινγκ, επιβαρύνεται με βαριά φορολογία, που δρα ανασταλτικά και για ξένους επενδυτές. Σε μια προσπάθεια καταγραφής των προαναφερόμενων φόρων αναφέρεται ότι:
- Τα ελληνικά επαγγελματικά σκάφη πληρώνουν ετησίως στο ΝΑΤ 40 εκατ. ευρώ, ΦΠΑ ναύλων περί τα 70 εκατ. ευρώ, εισφορά αλληλεγγύης 10% επί των κερδών της ΝΕΠΑ και Τέλος Πλοίων Αναψυχής και Ημερόπλοιων (ΤΕΠΑΗ). Το μεγάλο «αγκάθι» είναι ο ΦΠΑ, στο 24% που καθιστά πρακτικά μη ανταγωνιστικό τον κλάδο, καθώς αντίστοιχα ο ΦΠΑ ναυλώσεων διαμορφώνεται μόλις στο 6,5% στην Ιταλία, 13% στην Κροατία, 10% στη Γαλλία και 11,5% στην Ισπανία, ενώ η Αλβανία και η Τουρκία που είναι και οι πλέον γειτονικές στις ελληνικές θάλασσες έχουν μηδενικό ΦΠΑ.
Τέλος, σημαντική είναι η συνεισφορά του yachting στις τοπικές κοινωνίες, καθώς σύμφωνα με την Ένωση Μαρίνων Ελλάδας, για κάθε ευρώ που αποδίδουν τα σκάφη στις μαρίνες, επιπλέον πέντε ευρώ δαπανών κατευθύνονται σε υποστηρικτικές δραστηριότητες, ενώ για κάθε 100 σκάφη δημιουργούνται 4 θέσεις εργασίας στη μαρίνα και 40 θέσεις σε άλλες επιχειρήσεις.