Να καταβάλλει περίπου 778 εκατ. δολάρια καλείται η γαλλική εταιρεία τσιμέντου Lafarge, καθώς δήλωσε ένοχη στις κατηγορίες ενώπιων αμερικανικού δικαστηρίου, για συνωμοσία με σκοπό την παροχή υλικής υποστήριξης στο ISIS και σε άλλη τρομοκρατική οργάνωση, ενώ συνέχιζε να λειτουργεί ένα εργοστάσιό της στη χώρα αυτή, αφού ξέσπασε ο πόλεμος το 2011.
Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, η υπόθεση της Lafarge, είναι η πρώτη εταιρική δίωξη βάσει του νόμου περί υλικής υποστήριξης της τρομοκρατίας, με την γαλλική εταιρεία να ομολογεί την ενοχή της σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μπρούκλιν την Τρίτη. Η Μαγκάλι Άντερσον, ανώτατο στέλεχος της Lafarge, δήλωσε ένοχη εκ μέρους της εταιρείας. Έπειτα από εσωτερικό έλεγχο, η εταιρεία είχε παραδεχτεί ότι η συριακή θυγατρική της πλήρωνε ένοπλες οργανώσεις για να προστατεύουν το προσωπικό του εργοστασίου. Αρνήθηκε όμως ότι ευθύνεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Όπως ανέφερε η εταιρεία σε ανακοίνωσή της, «η Lafarge SA και η LCS αποδέχθηκαν την ευθύνη για τις πράξεις των μεμονωμένων εμπλεκόμενων στελεχών, η συμπεριφορά των οποίων παραβίαζε κατάφωρα τον Κώδικα Δεοντολογίας της Lafarge. Λυπούμαστε βαθύτατα για τη συμπεριφορά αυτή και συνεργαστήκαμε με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για την επίλυση του θέματος».
Οι συναλλαγές της εταιρείας με την τρομοκρατική ομάδα αποτέλεσαν αντικείμενο εσωτερικής έρευνας πριν από αρκετά χρόνια. Κατά την ολοκλήρωση της εν λόγω έρευνας, η εταιρεία δήλωσε ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας πλήρωναν μεσάζοντες χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ταυτότητα των εμπλεκόμενων ομάδων, προκειμένου να διατηρήσουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων και το εργοστάσιο ασφαλές, καθώς η βία κλιμακωνόταν στην περιοχή. Η Holcim διαβεβαιώνει ότι τα γεγονότα που αφορούν το εργοστάσιο στη Συρία είναι αντίθετα με τις αξίες της και τα είχαν αποκρύψει από το διοικητικό συμβούλιο την εποχή της συγχώνευσης των εταιρειών, το 2015.
Το 2017, γαλλικές οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατηγόρησαν τη Lafarge ότι κατέβαλε 13 εκατ. ευρώ σε ένοπλες οργανώσεις –μεταξύ των οποίων και σε μαχητές του Ισλαμικού Κράτους– για να την βοηθήσουν να συνεχίσει να λειτουργεί το εργοστάσιο στη Συρία μεταξύ 2011-15. Φέρεται επίσης ότι πουλούσε τσιμέντο του εργοστασίου αυτού στο Ισλαμικό Κράτος και ότι πλήρωσε μεσάζοντες για να αγοράσει πρώτες ύλες από τζιχαντιστικές φράξιες.
Το 2017, σε ανακοίνωσή της η Lafarge Holcim είχε δηλώσει ότι «ο συνδυασμός του χάους της εμπόλεμης ζώνης και της προσέγγισης "μπορούμε να το κάνουμε" για τη διατήρηση των λειτουργιών υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να προκάλεσε στους εμπλεκόμενους να εκτιμήσουν σοβαρά την κατάσταση και να παραμελήσουν να εστιάσουν επαρκώς στις νομικές επιπτώσεις και τις επιπτώσεις στη φήμη τους».
Πριν ανακοινωθεί η απόφαση από το ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μπρούκλιν, στο Χρηματιστήριο της Ελβετίας διακόπηκε η διαπραγμάτευση της μετοχής της Holcim.