Περισσότερα από 120 εκατ. ευρώ σε επενδύσεις συνολικά έχουν δαπανήσει, αλλά και πρόκειται να δαπανήσουν, από το 2020 ως το 2023 οι αδελφοί Σαράντη, ο μεγαλύτερος γαλακτοκομικός όμιλος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε μία περίοδο ισχυρών αναστατώσεων και με τον κίνδυνο της ύφεσης προ των πυλών.
Με παραγωγική δραστηριότητα που εκτείνεται πλέον σε τέσσερις χώρες –συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας–, ο όμιλος εφέτος θα παρουσιάσει πωλήσεις ύψους 500 εκατ. ευρώ, έναντι 427 εκατ. ευρώ το 2021, ενώ σύμφωνα με τις προβλέψεις, όπως αναφέρει μιλώντας προς το BD o κ. Δημ. Σαράντης, πρόεδρος του ομίλου, το 2023 «οι πωλήσεις θα ανέλθουν στα 600 εκατ. ευρώ». Παράλληλα εφέτος αυξημένη θα είναι και η κερδοφορία του ομίλου, τόσο ως προς το EBITDA, όσο και ως προς τα κέρδη προ φόρων.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, «προσπαθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο να προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα της αγοράς και να διαχειριζόμαστε έγκαιρα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα ο κλάδος των τροφίμων. Με αρκετή προσπάθεια και μια σειρά στοχευμένων ενεργειών πιστεύουμε ότι φέτος όχι μόνο θα διατηρήσουμε τα ποσοστά κερδοφορίας σε σχέση με πέρυσι, αλλά θα τα αυξήσουμε». Όπως εκτιμά ο κ. Σαράντης, το EBITDA εφέτος θα διαμορφωθεί –εκτός απροόπτου– στα 60 εκατ. ευρώ από 44 εκατ. ευρώ πέρυσι και τα καθαρά κέρδη προ φόρων στα 20 εκατ. ευρώ έναντι 14 εκατ. ευρώ το 2021.
Στη διάρκεια του 2023 στο παραγωγικό δυναμικό του ομίλου θα έχει προστεθεί και η προσφάτως εξαγορασθείσα UMC, όπως επίσης και η κυπριακή Κουρουσίης ΑΕ και η συνυπολογιζόμενη αύξηση των πωλήσεων των σήμερα υπαρχόντων θυγατρικών –κατά 4% με 5%- αναμένεται οι συνολικές πωλήσεις να διαμορφωθούν περί τα 600 εκατ. ευρώ. Όμως, το εντυπωσιακό στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση είναι το γεγονός ότι πλέον οι διεθνείς πωλήσεις του ομίλου –συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών από την Ελλάδα σε τυρί φέτα και γιαούρτι – στη διάρκεια του 2022 θα ανέλθουν στο 55% των συνολικών του πωλήσεων. Δηλαδή η αξία των διεθνών πωλήσεων του ομίλου θα ανέλθει στη διάρκεια του 2022 στα 275 εκατ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, παρά το δυσμενές περιβάλλον που έχει διαμορφώσει εφέτος η ενεργειακή κρίση και ο κίνδυνος της ύφεσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο γαλακτοκομικός όμιλος των Δημήτρη και Μιχάλη Σαράντη διατήρησε και συνεχίζει να διατηρεί τα μερίδια της στην αγορά και συγχρόνως συνεχίζει να επεκτείνεται. Εν τω μεταξύ, όπως επισημαίνει προς το BD ο κ. Σαράντης, «οι συνθήκες στις οποίες επιχειρούμε σήμερα είναι ιδιαίτερα ρευστές και αυτό κάνει την οποιαδήποτε πρόβλεψη πολύ δύσκολη. Ωστόσο, με κάθε επιφύλαξη, παρατηρείται μία αποκλιμάκωση στο κόστος των υλικών (και στον τομέα της συσκευασίας αλλά και σε αυτά που χρησιμοποιούνται σε κατασκευές) και ελπίζουμε να συνεχιστεί. Αλλά στον τομέα της ενέργειας δεν διαφαίνεται κάποια μείωση στα κόστη και οι όποιες επενδύσεις σε ΑΠΕ που γίνονται θα αρχίσουν να αποδίδουν μετά το 2024 το νωρίτερο».
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στις αρχές του Σεπτεμβρίου η United Milk Co. (UMC) εξαγοράστηκε από την θυγατρική του ομίλου στη Βουλγαρία, την TYRBUL S.A., αντί 70 εκατ. ευρώ, ενώ όπως ανέφερε ο κ. Σαράντης πρόκειται να επενδυθούν ακόμη 30 εκατ. ευρώ στο επόμενο διάστημα - η UMC βρίσκεται στο Plovdiv και έχει κύρια στις αγορές του γάλακτος και του γιαουρτιού, με πωλήσεις ύψους 52,5 εκατ. ευρώ το 2021, EBITDA 5,15 εκατ. ευρώ και κέρδη προ φόρων ύψους 1,65 εκατ. ευρώ. Έτσι, στη Βουλγαρία σήμερα ο όμιλος διαθέτει δύο παραγωγικές μονάδες. Επίσης σε εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία εξαγοράς της τυροκομικής μονάδας Κουρουσίης SA στην Κύπρο από την Olympus Cyprus SA του ομίλου.
Στη δύναμη του ομίλου σήμερα ανήκουν στην Ελλάδα η εταιρεία Ελληνικά Γαλακτοκομεία ΑΕ, η οποία έχει τα εργοστάσια των Τρικάλων, της Λάρισας (όπου παράγονται εκτός από το γάλα Όλυμπος και οι ομώνυμοι χυμοί) και της Ροδόπης, την Κλιάφας ΑΕ, στην οποία ανήκει και η εταιρεία Δουμπιάς ΑΕ. Στην Βουλγαρία έχει την Tyrboul SA, στη οποία ανήκει και η UMC SA, στην Ρουμανία έχει την εταιρεία FLB Sa στην Κύπρο την εταιρεία Olymbus Cyprus SA με θυγατρική της – όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία εξαγοράς – την Κουρουσίης SA.
Βέβαια είναι γεγονός, όπως αναφέρουν σχετικές πηγές, λόγω των εξαγορών που έχουν πραγματοποιηθεί, στην διετία 2023 και 2024, ο όμιλος θα έχει υψηλά χρηματοοικονομικά έξοδα, τα οποία μετά την διετία θα εξομαλυνθούν.