Σημαντική ώθηση κατά 400 έως 600 εκατ. ευρώ θα έχουν οι εγχώριες τράπεζες στα επιτοκιακά έσοδα λόγω της νέας αύξησης των επιτοκίων, κατά 75 μονάδες βάσης, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η ενίσχυση των εσόδων αποτελεί τη σημαντικότερη και πιο άμεση επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, το όφελος στα επιτοκιακά έσοδα από τις δύο αυξήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί -είχε προηγηθεί η αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης τον περασμένο Ιούλιο- θα ανέλθει σε περίπου 100 – 150 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα. Η αύξηση των εσόδων από τραπεζικές εργασίες αποτελεί κρίσιμο στοίχημα για τις τράπεζες και μέχρι τώρα τα αρνητικά επιτόκια επιδρούσαν αρνητικά στην κερδοφορία τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τραπεζικός δείκτης σημείωσε ισχυρή άνοδο στο Χρηματιστήριο κατά +7% το διήμερο που ακολούθησε των ανακοινώσεων της ΕΚΤ για την αύξηση του επιτοκίου.
Η σημαντική ώθηση στα επιτοκιακά έσοδα σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση που σημειώνουν τα έσοδα από προμήθειες, τα οποία ανήλθαν σε επίπεδα ρεκόρ στο πρώτο εξάμηνο λόγω της ισχυρής πιστωτικής επέκτασης και της αύξησης των συναλλαγών, θα οδηγήσουν σε ισχυρή αύξηση την κερδοφορία των τραπεζών τα επόμενα τρίμηνα.
Η ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας θα αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες για την διανομή μερίσματος που αποτελεί βασικό στόχο και άμεση προτεραιότητα για τις διοικήσεις των τραπεζών. Eurobank και Εθνική Τράπεζα σχεδιάζουν να προχωρήσουν στη διανομή μερίσματος για τη χρήση του 2022 ενώ Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς στοχεύουν για τη διανομή μερίσματος για τη χρήση του 2023.
Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών άμεση θα είναι η επίδραση της αύξησης του επιτοκίου στα δάνεια που είναι συνδεδεμένα με Euribor, ενώ ευεργετικό για τις τράπεζες (και αρνητικό για τους δανειολήπτες) είναι το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δανείων, περίπου το 90%, είναι κυμαινόμενου επιτοκίου.
Η ανησυχία για νέα «κόκκινα» δάνεια
Η τόνωση των επιτοκιακών εσόδων αποτελεί θετική εξέλιξη για την κερδοφορία των τραπεζών, ωστόσο, υπάρχει και μια προβληματική διάσταση: το φάσμα της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η αύξηση του κόστους του χρήματος και η αύξηση του ποσού των μηνιαίων δόσεων θα εντείνουν τις πιέσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δεδομένων μάλιστα των μεγάλων πιέσεων που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός.
Οι τράπεζες ανησυχούν ότι οι αυξήσεις επιτοκίων και η αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ανησυχία διατυπώνεται επίσης και για επιχειρήσεις και νοικοκυριά που έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις δανείων, καθώς δυσκολεύονταν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, για τις επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων. Οι τράπεζες ανησυχούν ότι οι συνδυασμένες πιέσεις αύξησης επιτοκίων, ενεργειακής κρίσης και πληθωρισμού μπορεί να οδηγήσουν σε νέες αθετήσεις.
Πολύ περισσότερο που αναμένονται και περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων. Όπως ανέφερε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, την προηγούμενη εβδομάδα, «δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο επίπεδο του ουδέτερου επιτοκίου, που είναι υψηλότερο από το μηδέν. Μπορεί να είναι περίπου 1,5%, ή και 2%».
Επίσης αναμένεται να συνεχιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι πιέσεις από τις υψηλές τιμές ρεύματος αλλά και γενικότερα τον πληθωρισμό. Όπως επισήμανε ο διοικητής της ΤτΕ:
- Σύμφωνα με τα οικονομετρικά υποδείγματα και τις εκτιμήσεις μας, μεταξύ 2022 και 2023 οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθούν κατά 40%.
- Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω της τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος και παρότι οι τιμές άλλων εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η υδροηλεκτρική ενέργεια, αναμένεται να περιοριστούν κατά 20% περίπου.
- Αυτός ο παράγοντας διατηρεί τον μέσο αναμενόμενο πληθωρισμό σε υψηλό επίπεδο, στο 5,5% το 2023, έναντι 8,1% φέτος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο των μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ.
Μέχρι στιγμής πάντως, επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη στο Business Daily, δεν υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις στο μέτωπο των NPEs ενώ η υψηλή ρευστότητα, όπως αποτυπώνεται και στις καταθέσεις, λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας και ενισχύει τις αντοχές και την ικανότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών να απορροφήσουν την αύξηση του κόστους του χρήματος.