Μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης ρευστότητας και αβεβαιότητας, η Επίλεκτος Κλωστοϋφαντουργία επιστρατεύει τα πιο δυνατά της χαρτιά προκειμένου να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις. Το εξωστρεφές προφίλ της εισηγμένης συνιστά το μεγάλο της όπλο διαχρονικά και, στην συγκεκριμένη συγκυρία, όπως σημειώνει στο BD, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, κ. Ευριπίδης Δοντάς, είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα.
Ο όμιλος έκλεισε την περσινή δωδεκάμηνη χρήση (2020/21) με αυξημένα μεγέθη συγκριτικά με την προηγούμενη, ενώ ήδη στο πρώτο εξάμηνο της νέας χρήσης 2021/22 (διάστημα Ιουλίου-Δεκεμβρίου 2021) ο τζίρος έχει αυξηθεί άνω του 50% ενώ και τα κέρδη EBITDA είναι επίσης αυξημένα συγκριτικά με πέρσι. «Κινούμαστε σε ένα περιβάλλον μεγάλης αβεβαιότητας, όπου δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια τα κόστη μας, πέραν μόλις μερικών εβδομάδων, κι αυτό έχει σημαντική επιβάρυνση στις επιδόσεις μας», επισημαίνει ο κ. Δοντάς, υπογραμμίζοντας ότι η αβεβαιότητα αυτή σε συνδυασμό με την εκρηκτική αύξηση του κόστους της ενέργειας θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μεγάλη επισφάλεια στην αγορά, οδηγώντας και πολλές εταιρείες σε λουκέτο.
Σε ό,τι αφορά ωστόσο την Επίλεκτο, η διοίκηση πέτυχε να διατηρήσει την εταιρεία σε λειτουργία καθ' όλη την διάρκεια των περιορισμών της πανδημίας, αυξάνοντας τις παραγγελίες της από το εξωτερικό κι υπερκαλύπτοντας τις αδυναμίες της ελληνικής αγοράς. Χαρακτηριστικά, το επαγγελματικό ένδυμα που συνεισέφερε ποσοστό 10%-20% στον συνολικό τζίρο της εταιρείας, ουσιαστικά εξαφανίστηκε την προηγούμενη διετία, καλώντας την εταιρεία να διαφοροποιήσει το προϊόν της, και κυριότερα το νήμα, προκειμένου να κλείσει συμφωνίες για την παραγωγή άλλου τύπου προϊόντων (όπως π.χ. τα κορδονάκια στα σακουλάκια για το τσάι) και να καλύψει τις απώλειες.
Επιπλέον, η εταιρεία κατάφερε και ήλθε σε άμεση επαφή με τους πελάτες της, ώστε οι τιμές των προϊόντων της να μην ακολουθήσουν τις πτωτικές τάσεις της αγοράς, στόχος που επετεύχθη χάρη στα ποιοτικά στοιχεία των προϊόντων της αλλά και στους ταχείς χρόνους παράδοσης τους.
«Η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει σε σημαντικό βαθμό από την μετατόπιση της παραγωγής ρούχων από την Ασία προς την ευρωπαϊκή ήπειρο, ωστόσο δεν υπάρχει σε διακοινοτικό επίπεδο προστασία της ευρωπαϊκής παραγωγής από τρίτες χώρες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Δοντάς, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα το παράδειγμα της Τουρκίας.
«Η γειτονική μας χώρα έχει μειώσει συντριπτικά τα κοστολόγια, ουσιαστικά καθιστώντας ανέφικτο τον ανταγωνισμό από εμάς, έχοντας κάνει σημαντικότατες επενδύσεις στην βιομηχανία και απολαμβάνοντας ταυτόχρονα γενναιόδωρες κυβερνητικές παρεμβάσεις και μηδενικούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Ως εκ τούτου, η μετατόπιση της παραγωγής ρούχων από την Ασία απέβη επί της ουσίας προς όφελος της Τουρκίας και η Ελλάδα απλώς κατοχυρώνει ό,τι περισσεύει», σημειώνει ο κ. Δοντάς, επισημαίνοντας ότι η ΕΕ θα έπρεπε να επιβάλει κάποιου είδους δασμούς στις εισαγωγές από τρίτες χώρες, ώστε να εξισορροπήσει την αγορά.
Ο πρόεδρος της Επιλέκτου εκφράζει συγκρατημένη αισιοδοξία σχετικά με το μέλλον, τονίζοντας ωστόσο ότι δεν διαβλέπει προοπτικές εξομάλυνσης των πληθωριστικών πιέσεων μέσα στο 2022. Αν και λαμβάνονται μέτρα για τον περιορισμό του κόστους αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο κ. Δοντάς σημειώνει ότι οι τιμές χονδρεμπορικής αγοράς είχαν ήδη φτάσει από το φθινόπωρο σε πρωτόγνωρα επίπεδα πανευρωπαϊκά, ωθούμενες κυρίως από την υψηλή τιμή αγοράς φυσικού αερίου αλλά και το υψηλό κόστος των ρύπων. Πλέον, στην ήδη αυξημένη αβεβαιότητα προστίθεται και η ένταση ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία, καθιστώντας ουσιαστικά απαγορευτικό τον προγραμματισμό και τη διεκπεραίωση συμφωνιών πέραν του ενός μηνός, καθώς τα κόστη είναι αδύνατον να υπολογιστούν.
Σημειώνεται ότι ο όμιλος της Επιλέκτου έκλεισε την χρήση 2020/21 με κύκλο εργασιών αυξημένο κατά 8,4%, συγκριτικά με την προηγούμενη χρήση, στα 28,3 εκατ. ευρώ, ενώ μείωσε τις ζημίες μετά τους φόρους σε 439.000 ευρώ, από ζημίες ύψους 2,15 εκατ. ευρώ, εξέλιξη που αποδίδεται στη μείωση από τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας κατά 729.000 ευρώ και από τον κλάδο της ενέργειας κατά 983.000 ευρώ. Τα δε αποτελέσματα EBITDA αυξήθηκαν σε 4,4 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης, από 3,2 εκατ ευρώ την προηγούμενη, τάση που συνεχίστηκε και κατά το πρώτο εξάμηνο της νέας, τρέχουσας χρήσης.