Με μεγάλη συμμετοχή τόσο ξένων όσο και Ελλήνων επενδυτών έκλεισε σήμερα η νέα έκδοση ομολόγων αειφορίας της ΔΕΗ. Το ενδιαφέρον των επενδυτών ήταν τέτοιο, που οδήγησε σε αύξηση του ποσού που άντλησε τελικά η επιχείρηση στα 500 εκατ. ευρώ (από 350 εκατ. που ήταν η αρχική ανακοίνωση) και σε διαμόρφωση του επιτοκίου στο 3,375%. Συγκεκριμένα οι προσφορές ξεπέρασαν τα 2,3 δισ. ευρώ, δηλαδή υπερκάλυψαν κατά 6,5 φορές την αρχική ζήτηση.
«Η επιχείρηση θα μπορέσει να αναχρηματοδοτήσει παλαιότερο και πιο ακριβό δανεισμό και θα έχει έτσι καλύτερα αποτελέσματα», δήλωσε σχετικά ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, μιλώντας σε συνέδριο.
Πηγές της επιχείρησης ανέφεραν ότι η ΔΕΗ είναι η τρίτη επιχείρηση διαχρονικά στην Ελλάδα που εκδίδει 7ετές ομόλογο (οι άλλες δύο είναι ο ΟΤΕ και ο Τιτάνας). Τόνιζαν ακόμη ότι και σε αυτήν την έκδοση, όπως και στο προηγούμενο ομόλογο αειφορίας που εκδόθηκε το Μάρτιο, συμμετείχαν σημαντικοί μεγάλοι ξένοι επενδυτές οι οποίοι κατά τις εκτιμήσεις θα καλύψουν περίπου τα δύο τρίτα του ποσού που αντλεί η ΔΕΗ.
Η ρήτρα αειφορίας συνδέεται με τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την οποία δεσμεύεται η ΔΕΗ και προβλέπει ότι, αν ο στόχος δεν επιτευχθεί, τότε η επιχείρηση θα καταβάλει «πέναλτι» (προσαύξηση 0,5% στο επιτόκιο) στους ομολογιούχους. Η ρήτρα που προβλέπει η νέα έκδοση προβλέπει ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα μειωθούν κατά 57% στην περίοδο 2019-2023 (η ρήτρα στο προηγούμενο ομόλογα, υπενθυμίζεται, προέβλεπε μείωση 40% για την περίοδο 2019-2022). Το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων που αντλήθηκαν θα διατεθεί για την αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανεισμού ο οποίος είχε συναφθεί με υψηλότερα επιτόκια.
Τρίτη έξοδος στις αγορές για το 2021
Υπενθυμίζεται ότι είναι η τρίτη κατά σειρά έξοδος στις αγορές που πραγματοποίησε η ΔΕΗ φέτος, μετά την έκδοση ομολογιών βιωσιμότητας που έκανε τον περασμένο Μάρτιο, συνολικού ύψους 775 εκατ. ευρώ, επιτυγχάνοντας μάλιστα ιστορικά μεγάλη κάλυψη. Όλα αυτά, λαμβάνουν χώρα ύστερα από σχεδόν μια 7ετία «απομόνωσης» της ΔΕΗ από τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια, καθώς πριν από το Μάρτιο, είχε να ξαναβγεί στις αγορές από το 2014.
Στόχος του management της επιχείρησης είναι να εκμεταλλευτεί την τεράστια διαθέσιμη ρευστότητα των αγορών και να επιτύχει περαιτέρω βελτίωση στο προφίλ χρέους της ΔΕΗ. Στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση των μετόχων, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Γιώργος Στάσσης είχε κάνει εκτενή αναφορά στο γεγονός πως πλέον οι αγορές δείχνουν εμπιστοσύνη στη ΔΕΗ.
Είχε σταθεί ιδιαίτερα στην έκδοση ομολογιών βιωσιμότητας ύψους 775 εκατ. ευρώ, στην ολοκλήρωση της τιτλοποίησης απαιτήσεων έως 60 ημερών (από τις οποίες αντλήθηκαν 150 εκατ. το Νοέμβριο 2020) και την υπογραφή της αντίστοιχης τιτλοποίησης για απαιτήσεις άνω των 90 ημερών, από την οποία αναμένονται μέχρι 325 εκατ. ευρώ, αλλά και στις συμβάσεις χρηματοδότησης που υπεγράφησαν με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Έτσι, μετά από αυτές τις κινήσεις, με βάση καλά πληροφορημένες πηγές, σε αυτή την φάση έρχεται μια νέα έκδοση που θα έχει ρήτρα αειφορίας, η οποία θα προσαρμοστεί πάνω στους στόχους μείωσης των εκπομπών Co2 θερμοκηπίου, στον ορίζοντα της 7ετούς διάρκειας του ομολόγου.
Ατού για να βγει με ακόμη καλύτερους όρους στις αγορές η ΔΕΗ είναι η κίνηση της προηγούμενης Παρασκευής 25 Ιουνίου του οίκου Standard & Poor’s, που αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση κατά μία βαθμίδα σε Β+ (από Β) με θετική προοπτική.
Υπενθυμίζεται ότι η ΔΕΗ σε δύο δόσεις άντλησε τον περασμένο Μάρτιο 775 εκατ. με ομόλογα με ρήτρα αειφορίας. Στις 22/3 άντλησε 125 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,875%, ενώ στις 11 Μαρτίου είχε προχωρήσει στην έκδοση ομολογιών αξίας 650 εκατ. ευρώ (σ.σ. ο αρχικός στόχος στην έκδοση ήταν 500 εκατ. ευρώ), Οι ομολογίες αυτές ήταν επίσης με ρήτρα αειφορίας, συνολικής ονομαστικής αξίας 650 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,875%. Με τα συνολικά 775 εκατ. ευρώ, η ΔΕΗ προχώρησε σε αναχρηματοδότηση ενός τμήματος το χρέους της, βελτιώνοντας σημαντικά το προφίλ του υφιστάμενου δανεισμού.
Οι εκδόσεις της ΔΕΗ ήταν οι πρώτες ευρωπαϊκές υψηλής απόδοσης, που συνδέονται με στόχους βιωσιμότητας. Προβλέπουν την πληρωμή υψηλότερου τοκομεριδίου κατά 50 μονάδες βάσης (0,5%), αν η εταιρεία δεν επιτύχει να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 40% τον Δεκέμβριο του 2022 σε σχέση με το 2019. Δηλαδή, η επιχείρηση δεσμεύεται έναντι των επενδυτών που θα την δανείσουν να μειώσει κατά 40% τις εκπομπές CO2 από τα 23,1 εκατ. τόνους το 2019 σε 13,9 εκατ. τόνους το 2022, διαφορετικά το κουπόνι της έκδοσης θα αυξηθεί.