Ψήφο εμπιστοσύνης δίνουν οι ξένοι επενδυτές στο επιχειρηματικό σχέδιο της ΔΕΗ, αλλά και συνολικά στην ελληνική οικονομία, με βάση πάντοτε την επιτυχία της έκδοσης ομολογιακού δανείου της ΔΕΗ, που έκλεισε χθες με υπερκάλυψη κατά 6 φορές και επιτόκιο κάτω από 4%.
Όπως αναφέρει σε δηλώσεις του στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γιώργος Στάσσης, η επιτυχία αυτή, πέρα από την υπερκάλυψη και το επίπεδο του επιτοκίου, έγκειται κυρίως στο πρωτοφανές και υψηλό ποσοστό συμμετοχής ξένων επενδυτών που κυμάνθηκε στο 70%, ενώ παράλληλα το 50% της έκδοσης καλύφθηκε από επενδυτές υψηλού κύρους και διεθνούς εμβέλειας.
Η έκδοση αποτελείται από ομόλογα βιωσιμότητας, η απόδοση των οποίων συνδέεται και με την επίτευξη συγκεκριμένου περιβαλλοντικού στόχου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της έκδοσης, η ΔΕΗ δεσμεύεται να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 40% το 2022, σε σχέση με το 2019 και, σε περίπτωση που δεν το καταφέρει, θα καταβάλει αυξημένους τόκους στους επενδυτές.
Υπενθυμίζεται ότι το επιχειρηματικό σχέδιο της ΔΕΗ προβλέπει ήδη τη μείωση των εκπομπών κατά 62% στην περίοδο 2019 - 2023 (από 19,7 εκατ. τόνους σε 7,5 εκατ.), η οποία θα επιτευχθεί κατά κύριο λόγο με την απόσυρση του συνόλου των λιγνιτικών μονάδων εκτός από την Πτολεμαΐδα 5, η οποία προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία το 2022 - και θα μετατραπεί σε πιο «πράσινη» τεχνολογία το 2028.
Η έκδοση της ΔΕΗ, με αρχικό στόχο 500 εκατ. ευρώ, συγκέντρωσε προσφορές άνω των 6 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι υπερκαλύφθηκε κατά 6 φορές, κυρίως από ξένους επενδυτές. Η ΔΕΗ αποφάσισε να αντλήσει 650 εκατ. ευρώ, με επιτόκιο 3,875%, χρήματα που θα διατεθούν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων, επενδύσεις και γενικούς εταιρικούς σκοπούς.
Τέλος, να σημειωθεί ότι η έξοδος της ΔΕΗ στις αγορές πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια μετά την προειδοποίηση του ορκωτού ελεγκτή (Ernst & Young, τον Απρίλιο του 2019) για κίνδυνο βιωσιμότητας της εταιρείας. Η προηγούμενη έξοδος έγινε το 2014, οπότε αντλήθηκαν 700 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 500 εκατ. ευρώ με διάρκεια 5 ετών με επιτόκιο 5,5%.