Ζημίες ύψους 174 εκατ. ευρώ εμφάνισε για το 2020 η Τράπεζα Κύπρου, σημαντικά αυξημένες σε σύγκριση με αυτές ύψους 67,7 εκατ. ευρώ που είχε σημειώσει το προηγούμενο έτος. Βασική αιτία για τη διεύρυνση των ζημιών αποτέλεσε η αύξηση των προβλέψεων για τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια στα 198 εκατ. ευρώ από 179 εκατ. που ήταν η αντίστοιχη το 2019.
Από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Π. Νικολάου τόνισε ότι «Κατά τη διάρκεια του έτους στηρίξαμε τους πελάτες μας και παραχωρήσαμε αναστολή δόσεων σε περισσότερους από είκοσι πέντε χιλιάδες πελάτες που αντιπροσωπεύουν €5.9 δις δάνεια, η οποία έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Συνεχίζουμε να παρακολουθούμε στενά την απόδοση αυτών των δανείων κατά το νέο έτος και παραμένουμε επιφυλακτικά αισιόδοξοι καθώς τα αποτελέσματα μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου 2021 είναι ενθαρρυντικά. Επίσης, κατά το 2020 χορηγήσαμε νέα δάνεια ύψους περίπου €1.4 δις, διατηρώντας παράλληλα τα αυστηρά κριτήρια δανεισμού μας.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες αγοράς, έχουμε παραμείνει επικεντρωμένοι στην περαιτέρω μείωση του κινδύνου στον ισολογισμό και στη βελτίωση της ποιότητας του δανειακού μας χαρτοφυλακίου, όπου έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο. Τον Αύγουστο του 2020, συμφωνήσαμε την πώληση χαρτοφυλακίου ΜΕΔ ύψους €0.9 δις και τον Ιανουάριο του 2021 συμφωνήσαμε την πώληση επιπρόσθετου χαρτοφυλακίου ΜΕΔ ύψους €0.5 δις. Το γεγονός αυτό αποτελεί ακόμα ένα ορόσημο στην επίτευξη ενός από τους στρατηγικούς στόχους του Συγκροτήματος για βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου μέσω της μείωσης των ΜΕΔ. Σε συνδυασμό με οργανική μείωση ΜΕΔ ύψους περίπου €600 εκατ., και με μια μικρότερη πώληση ΜΕΔ νωρίτερα κατά το έτος, η μείωση των ΜΕΔ κατά το 2020 αναπροσαρμοσμένη για τις πωλήσεις ΜΕΔ, ανήλθε σε περίπου €2.1 δις, μειώνοντας τα ΜΕΔ σε €1.8 δις και τον δείκτη ΜΕΔ προς δάνεια από 30% σε 16%.
Συνολικά, από το ανώτατό τους επίπεδο το 2014, έχουμε μειώσει τα ΜΕΔ κατά €13.2 δις ή 88% και τον δείκτη ΜΕΔ προς δάνεια κατά 47 ποσοστιαίες μονάδες, από 63% σε 16%, αναπροσαρμοσμένος για τις πωλήσεις ΜΕΔ. Κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους, είχαμε συνολικά έσοδα ύψους €142 εκατ. και λειτουργικά κέρδη ύψους €45 εκατ. Η χρέωση πιστωτικών ζημιών δανείων διατηρήθηκε στις 99 μ.β. Το αποτέλεσμα από οργανικές δραστηριότητες για το τέταρτο τρίμηνο ήταν κέρδη ύψους €2 εκατ. Το συνολικό αποτέλεσμα για το τρίμηνο ήταν ζημιά μετά τη φορολογία ύψους €49 εκατ., και για το έτος ζημιά ύψους €171 εκατ., περιλαμβανομένης της επίδρασης από τις πωλήσεις ΜΕΔ.
Επιπλέον, κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους χορηγήσαμε νέα δάνεια ύψους €374 εκατ., αυξημένα κατά 30% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, καθώς μετά την άρση των αρχικών περιοριστικών μέτρων η ζήτηση αυξήθηκε, υποβοηθούμενη από τα Κυβερνητικά σχέδια.
Το 2020 μειώσαμε τα λειτουργικά μας έξοδα (εξαιρουμένων του ειδικού φόρου και των συνεισφορών) κατά €45 εκατ. ή 12% σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τις συνεχιζόμενες προσπάθειές μας για περιορισμό των εξόδων. Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, θα διασφαλίσουμε ότι τα λειτουργικά μας έξοδα θα παραμείνουν κάτω από €350 εκατ. σε ετήσια βάση, ενώ βραχυπρόθεσμα θα συνεχίσουμε να επενδύουμε στις ψηφιακές μας δυνατότητες.
Η κεφαλαιακή θέση της Τράπεζας παραμένει σε καλά επίπεδα και υπερβαίνει ικανοποιητικά τις κανονιστικές απαιτήσεις. Στις 31 Δεκεμβρίου 2020, οι κεφαλαιακοί μας δείκτες (με μεταβατικές διατάξεις) ανήλθαν σε Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ύψους 18.7% και Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) ύψους 15.2%, αναπροσαρμοσμένοι για τις πωλήσεις ΜΕΔ. Η ρευστότητά μας επίσης παραμένει ισχυρή, καθώς συνεχίζουμε να λειτουργούμε με σημαντικό πλεόνασμα ρευστότητας ύψους €4.2 δις, με τον Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (ΔΚΡ) να ανέρχεται σε 254%. Οι καταθέσεις στον ισολογισμό μας παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και έτος, και ανήλθαν σε €16.5 δις.
Με τα αποτελέσματά μας του τρίτου τριμήνου ανακοινώσαμε τους μεσοπρόθεσμους στρατηγικούς μας στόχους, στους οποίους παραμένουμε δεσμευμένοι. Αυτοί περιλαμβάνουν την ολοκλήρωση της μείωσης του κινδύνου στον ισολογισμό, η οποία αντιπροσωπεύεται μέσω στόχου για επίτευξη μονοψήφιου δείκτη ΜΕΔ προς δάνεια μέχρι το τέλος του 2022 και δείκτη ΜΕΔ προς δάνεια ύψους περίπου 5% στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Στοχεύουμε να πετύχουμε τον στόχο αυτό μέσω οργανικών και μη οργανικών ενεργειών, και ως εκ τούτου θα συνεχίσουμε να αξιολογούμε την προοπτική για επιτάχυνση της μείωσης των ΜΕΔ μέσω περαιτέρω πωλήσεων. Παραμένουμε επικεντρωμένοι στη δημιουργία μεγαλύτερης αξίας για τους μετόχους μας μέσω επίτευξης Απόδοσης Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων (Return on Tangible Equity) ύψους περίπου 7% στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν κατά το τέταρτο τρίμηνο έχουν επεκταθεί και στο νέο έτος και αναμένεται να οδηγήσουν σε προσωρινή απώλεια δυναμικής της οικονομικής ανάκαμψης στις αρχές του 2021. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων είναι ενθαρρυντική και η επιτυχημένη εφαρμογή προγραμμάτων εμβολιασμού τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό, αναμένεται να λειτουργήσουν ως ισχυροί καταλύτες τόσο για την παγκόσμια, όσο και για την τοπική οικονομική ανάκαμψη.
Το όραμά μας για το μέλλον της Τράπεζας είναι σαφές, όπως και ο τρόπος με τον οποίο θα το υλοποιήσουμε. Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, ωστόσο γνωρίζουμε ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη, με έμφαση στη μείωση του κόστους, μέσω της αποτελεσματικής ψηφιακής μεταρρύθμισης και της αυτοματοποίησης, και στην αύξηση των εσόδων, αξιοποιώντας την ηγετική θέση που κατέχουμε στην αγορά σε διάφορους επιχειρηματικούς τομείς. Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι ενέργειες στις οποίες εστιάζουμε θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε μεσοπρόθεσμη αξία για τους μετόχους μας».
Η ανακοίνωση της τράπεζας
Τα καθαρά έσοδα από τόκους και το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο για το έτος 2020 ανήλθαν σε €330 εκατ. και 1.84% αντίστοιχα, μειωμένα κατά 4% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω του χαμηλότερου όγκου νέων δανείων και τη συνεχιζόμενη πίεση στα δανειστικά επιτόκια.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους και το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθαν σε €80 εκατ. (σε σύγκριση με €82 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020) και 1.75% (σε σύγκριση με 1.79% για το γ’ τρίμηνο 2020) αντίστοιχα, καθώς η πίεση στα δανειστικά επιτόκια συνεχίζεται. Ο μέσος όρος των τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων για το έτος 2020 ανήλθε σε €17,917 εκατ., μειωμένος κατά 1% σε ετήσια βάση.
Ο τριμηνιαίος μέσος όρος των τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθε σε €18,181 εκατ., σε σύγκριση με €18,191 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020 (στα ίδια επίπεδα σε τριμηνιαία βάση). Τα μη επιτοκιακά έσοδα για το έτος 2020 ανήλθαν σε €237 εκατ. (σε σύγκριση με €307 εκατ. για το έτος 2019, μειωμένα κατά 23% σε ετήσια βάση) και αποτελούνται από καθαρά έσοδα από δικαιώματα και προμήθειες ύψους €144 εκατ., καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος και καθαρά κέρδη από συναλλαγές με χρηματοοικονομικά μέσα και πώληση/διάλυση θυγατρικών και συγγενών εταιρειών ύψους €15 εκατ., καθαρά έσοδα από ασφαλιστικές εργασίες ύψους €56 εκατ., καθαρά κέρδη/(ζημιές) από επανεκτίμηση και πώληση επενδύσεων σε ακίνητα και πώληση αποθεμάτων ακινήτων ύψους €7 εκατ. και λοιπά έσοδα ύψους €15 εκατ.
Η μείωση σε ετήσια βάση οφείλεται κυρίως στα μειωμένα κέρδη από την πώληση αποθεμάτων ακινήτων (κέρδη ΔΔΑ), μειωμένα κέρδη από επανεκτίμηση από συναλλαγές με χρηματοοικονομικά μέσα και μειωμένα λοιπά έσοδα, τα οποία επηρεάστηκαν αρνητικά από τον ιό COVID-19. Τα μη επιτοκιακά έσοδα για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθαν σε €62 εκατ. (σε σύγκριση με €55 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020) αυξημένα κατά 11% σε τριμηνιαία βάση, επηρεασμένα θετικά από αυξημένα καθαρά έσοδα από δικαιώματα και προμήθειες καθώς ο όγκος συναλλαγών ανέκαμψε σταδιακά μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων το α’ εξάμηνο 2020, και από αυξημένα καθαρά κέρδη από επανεκτίμηση επενδύσεων σε ακίνητα (κέρδη ΔΔΑ).
Τα καθαρά έσοδα από δικαιώματα και προμήθειες για το έτος 2020 ανήλθαν σε €144 εκατ., σε σύγκριση με €150 εκατ. για το έτος 2019, αντικατοπτρίζοντας τα περιοριστικά μέτρα κατά το α’ εξάμηνο 2020.
Τα καθαρά έσοδα από δικαιώματα και προμήθειες για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθαν σε €38 εκατ., σε σύγκριση με €35 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020, κυρίως λόγω της αύξησης στον όγκο συναλλαγών ο οποίος ανέκαμψε σταδιακά μετά τα περιοριστικά μέτρα κατά το α’ εξάμηνο 2020.
Τα καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος και καθαρά κέρδη από συναλλαγές με χρηματοοικονομικά μέσα και πώληση/διάλυση θυγατρικών και συγγενών εταιρειών για το έτος 2020 ανήλθαν σε €15 εκατ. (αποτελούμενα από καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος ύψους €17 εκατ. και καθαρή ζημιά από επανεκτίμηση σε συναλλαγές με χρηματοοικονομικά μέσα ύψους €2 εκατ.) μειωμένα κατά 62% σε ετήσια βάση.
Η μείωση σε ετήσια βάση οφείλεται κυρίως σε μειωμένα καθαρά κέρδη από επανεκτίμηση και μειωμένα καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος για το έτος 2020, ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων κατά το α’ εξάμηνο 2020. Τα καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος και καθαρά κέρδη από συναλλαγές με χρηματοοικονομικά μέσα και πώληση/διάλυση θυγατρικών και συγγενών εταιρειών για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθαν σε €1 εκατ. (αποτελούμενα από καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος ύψους €2 εκατ. και καθαρή ζημιά από επανεκτίμηση σε συναλλαγές με χρηματοοικονομικά μέσα ύψους €1 εκατ.) μειωμένα κατά 62% σε τριμηνιαία βάση, κυρίως λόγω της μείωσης στα καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος κατά το δ’ τρίμηνο 2020.
Καθαρά έσοδα από ασφαλιστικές εργασίες ύψους €56 εκατ. για το έτος 2020 ( σε σύγκριση με €58 εκατ. για το έτος 2019), μειωμένα κατά 3% σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας την καθαρή επίδραση από τη μείωση στις καθαρές απαιτήσεις στον κλάδο των γενικών ασφαλειών που επηρεάστηκαν θετικά από τα περιοριστικά μέτρα του α’ εξαμήνου 2020, και την αρνητική επίδραση από την μεταβολή στις παραδοχές αποτίμησης των εργασιών του κλάδου ζωής.
Τα καθαρά έσοδα από ασφαλιστικές εργασίες ανήλθαν σε €14 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2020 (σε σύγκριση με €13 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020), αυξημένα κατά 14% σε τριμηνιαία βάση, και είναι το καθαρό αποτέλεσμα των αυξημένων κερδών από νέους πελάτες και μειωμένων απαιτήσεων στον κλάδο ζωής, και μειωμένων κερδών λόγω συγκεκριμένων μεγάλων απαιτήσεων στον κλάδο γενικής ασφάλισης.
Τα καθαρά κέρδη/(ζημιά) από επανεκτίμηση και πώληση επενδύσεων σε ακίνητα και από πώληση αποθεμάτων ακινήτων για το έτος 2020 ανήλθαν σε €7 εκατ. (αποτελούμενα από κέρδη από πώληση αποθεμάτων ακινήτων ύψους €9 εκατ. και ζημιά από επανεκτίμηση επενδύσεων σε ακίνητα ύψους €2 εκατ.), σε σύγκριση με €32 εκατ. για το έτος 2019, κυρίως λόγω των περιοριστικών μέτρων για τον ιό COVID-19 κατά το α’ εξάμηνο 2020. Τα καθαρά κέρδη από επανεκτίμηση και πώληση επενδύσεων σε ακίνητα και από πώληση αποθεμάτων ακινήτων για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθαν σε €5 εκατ. (αποτελούμενα από κέρδη από την πώληση αποθεμάτων ακινήτων ύψους περίπου €2 εκατ. και καθαρά κέρδη από επανεκτίμηση επενδύσεων σε ακίνητα ύψους περίπου €2 εκατ., τα οποία σχετίζονται κυρίως με συγκεκριμένα ακίνητα στην Ελλάδα), σε σύγκριση με €2 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020.
Τα κέρδη ΔΔΑ δύναται να παρουσιάζουν διακυμάνσεις. Τα συνολικά έσοδα για το έτος 2020 ανήλθαν σε €567 εκατ., σε σύγκριση με €651 εκατ. για το έτος 2019 (μειωμένα κατά 13% σε ετήσια βάση). Τα συνολικά έσοδα για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθαν σε €142 εκατ., σε σύγκριση με €137 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020.
Τα συνολικά έξοδα για το έτος 2020 ανήλθαν σε €370 εκατ. (σε σύγκριση με €410 εκατ. για το έτος 2019 και μειωμένα κατά 10% σε ετήσια βάση), εκ των οποίων 53% αφορούν κόστος προσωπικού (€195 εκατ.), 39% αφορούν άλλα λειτουργικά έξοδα (€145 εκατ.) και 8% (€30 εκατ.) αφορούν ειδικό φόρο και συνεισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) και στο Ταμείο Εγγυημένων Καταθέσεων (ΤΕΚ).
Η μείωση σε ετήσια βάση οφείλεται τόσο σε μειωμένα άλλα λειτουργικά έξοδα, όσο και σε μειωμένα έξοδα προσωπικού, αντικατοπτρίζοντας τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για περιορισμό των εξόδων. Το σύνολο λειτουργικών εξόδων για το έτος 2020 ανήλθαν σε €340 εκατ., σε σύγκριση με €385 εκατ. για το έτος 2019 (μειωμένα κατά 12% σε ετήσια βάση). Τα συνολικά λειτουργικά έξοδα για το δ’ τρίμηνο 2020 ανήλθαν σε €91 εκατ., σε σύγκριση με €84 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020 (αυξημένα κατά 7 σε τριμηνιαία βάση).
Το κόστος προσωπικού ανήλθε σε €195 εκατ. για το έτος 2020, μειωμένο κατά 11% σε ετήσια βάση (σε σύγκριση με €220 εκατ. για το έτος 2019), κυρίως λόγω της εξοικονόμησης κόστους μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου εθελούσιας αποχώρησης προσωπικού (ΣΕΑ) κατά το δ’ τρίμηνο 2019, μέσω του οποίου ποσοστό περίπου 11% των υπαλλήλων πλήρους απασχόλησης του Συγκροτήματος είχαν εγκριθεί για αποχώρηση, με συνολικό κόστος ύψους €81 εκατ. να αναγνωρίζεται στην ενοποιημένη κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων κατά το δ’ τρίμηνο 2019. Η ετήσια εξοικονόμηση λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση από την ανανέωση της συλλογικής σύμβασης για το 2020, υπολογίζεται σε €23 εκατ. ή 11% του κόστους προσωπικού. Το κόστος προσωπικού ανήλθε σε €50 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2020, αυξημένο κατά 1% σε τριμηνιαία βάση (σε σύγκριση με €49 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2020).