Έπεσαν χθες οι τελικές υπογραφές για να αποκτήσει η εταιρεία «Το Μάννα» – Ν. Τσατσαρωνάκης ΑΒΕΕ το παλιό παλιό εργοστάσιο «Κατσέλης» στις Αχαρνές Αττικής που κατείχε η Nutriart, η οποία πτώχευσε το 2013, γεγονός που ανοίγει τον δρόμο για τη μετεγκατάσταση της εταιρείας «Το Μάννα» εκεί, όπως δήλωσε στο BD η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας, Ελένη Τσατσαρωνάκη.
Η εταιρεία που είναι leader στο χώρο του παξιμαδιού και ήδη λειτουργεί δύο παραγωγικές μονάδες στα Χανιά της Κρήτης, έχει μεγάλα σχέδια για το εργοστάσιο της Αθήνας, όπου αναμένεται μέσα σε ένα εξάμηνο να μετεγκατασταθούν τα logistics, τα γραφεία και άλλα τμήματα.
Παράλληλα, επειδή στο DNA της εταιρείας είναι τα προσεκτικά βήματα, σιγά σιγά ολοκληρώνεται και το business plan της πενταετίας. «Τα βήματά μας είναι σταθερά, παρά τους δύσκολους καιρούς, και για αυτό διατηρούμαστε χωρίς δανεισμό ακόμα. Στο DNA είναι τα πολύ προσεκτικά βήματα», είπε η κ. Ελ. Τσατσαρωνάκη εξηγώντας πόσο δύσκολο ήταν να πάρουν ολοκληρωτικά το παλιό εργοστάσιο του Κατσέλη, που είχε η Nutriart.
Το ακίνητο των 23.000 τ.μ. (που βρίσκεται εντός οικοπέδου 35.000 τ.μ.), αγοράστηκε από την εταιρεία Το Μάννα» – Ν. Τσατσαρωνάκης ΑΒΕΕ μέσω πλειστηριασμού το 2021. Μάλιστα, το τίμημα είχε φτάσει σε 6,2 εκατ. ευρώ, ωστόσο χρειάστηκαν τρία χρόνια για να ξεπεραστούν γραφειοκρατικές διαδικασίες και να τακτοποιηθούν όλες οι εκκρεμότητες.
Για την πλήρη ανακαίνισή του εργοστασίου θα απαιτηθούν κεφάλαια περίπου 4,5 εκατ. ευρώ. Η μετεγκατάσταση των logistics (από άλλο ιδιόκτητο κτίριο) αναμένεται ξεκινήσει περίπου σε τρεις μήνες. Η έναρξη της παραγωγής τοποθετείται μετά τον Μάη του 2025.
Η χανιώτικη εταιρεία που έχει κερδίσει την ελληνική αγορά, πρόκειται να εντάξει νέα προϊόντα στο χαρτοφυλάκιο της, με βάση πάντα το αλεύρι. Με την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της μονάδας στις Αχαρνές, θα κλείσει η δεύτερη μονάδα που έχει η εταιρεία στο Βαρύπετρο Χανίων, ενώ η παραγωγή των παξιμαδιών Μάννα θα παραμείνει στον Κίσσαμο.
Νικητής και στον κλάδο τον σνακ
Στον δυναμικά ανερχόμενο κλάδο των «σνακ» μπήκε η οικογένεια Τσατσαρωνάκη, αποδεικνύοντας ότι το είδος αυτού του γρήγορου φαγητού που προτιμά τόσο η γενιά των Millennials όσο και η γενιά της Gen Ζ μπορεί να είναι υγιεινό και πάρα πολύ νόστιμο.
Έτσι το σνακ «Δαγκωτό», που λάνσαρε μέσα στο 2024, κατάφερε να κάνει πολύ σημαντικές πωλήσεις που έδωσαν ώθηση στον τζίρο, ο οποίος αναμένεται να κλείσει με αύξηση περίπου 2% από το 2023, που ανήλθε στα 22 εκατ..
Το «Δαγκωτό» είναι τραγανές μπουκιές ζυμωμένες με ελαιόλαδο, σε πρακτική μικρή συσκευασία και 4 γεύσεις. Τυρί γραβιέρα-γλυκιά πιπεριά, Λιαστή τομάτα-ελιά, Τομάτα-κρεμμύδι-πράσινη πιπεριά και μαύρη τρούφα, ενώ τις ημέρες αυτές κυκλοφορεί και με γεύση καυτερή πιπεριά.
«Ο Δεκέμβρης είναι δύσκολος μήνας, λόγω εορτών πάντα υπάρχουν πιέσεις, αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία του 9μηνου θα έχουμε αύξηση κύκλου εργασιών. Το "Δαγκωτό" ήταν μια πρωτοπόρα, καινοτόμα πολύ δυνατή κίνηση που μας έδωσε ώθηση. Είμαστε πολύ περήφανοι για την αποδοχή που είχε από τον κόσμο, ο οποίος αντιλήφθηκε την ποιότητά του, τις αγνές πρώτες ύλες. Με αυτό το προϊόν ανοίξαμε και το target group σε νεαρότερες ηλικίες», τόνισε η κ. Τσατσαρωνάκη και συμπλήρωσε: «Κλείνουμε τη χρονιά με θετικό πρόσημο και νέα πλάνα για το 2025».
Ο τζίρος της εταιρείας το 2023 ανήλθε σε περίπου 22 εκατ. ευρώ (με τις καθαρές πωλήσεις να ανέρχονται σε 12 εκατ. ευρώ), αυξημένος κατά 5% περίπου σε σύγκριση με το 2022, ενώ αντίστοιχη ήταν η αύξηση των πωλήσεων σε όγκο.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την εταιρεία στο πλαίσιο ενημερωτικής δημοσιογραφικής εκδήλωσης στον Πλάτανο Κισσάμου, η εταιρεία έχει το υψηλότερο μερίδιο αξίας στα επώνυμα προϊόντα στην κατηγορία παξιμαδιού με 38% και μόλις το 7% αντιστοιχεί στην παραγωγή προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας για Σκλαβενίτη, ΑΒ Βασιλόπουλο και METRO.
Ταυτόχρονα, διατηρεί την πρώτη θέση στις υποκατηγορίες: χωρίς αλάτι (46%), ελαιολάδου (46%), σίκαλης (32%), κριθαρένια (28%), κριθαροκουλούρες (24%) και τη δεύτερη θέση στην υποκατηγορία χαρούπι (20%). Επίσης οι εξαγωγές προσφέρουν το 5% του τζίρου της εταιρείας, τα προϊόντα της οποίας έχουν παρουσία σε περισσότερες από 40 χώρες πλέον.