Ενώ η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με συνεχή ρεκόρ υπερθέρμανσης, σε συνδυασμό με απώλεια της βιοποικιλότητας, υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού, τους σημαντικούς κινδύνους στο επίπεδο της δημόσιας υγείας, την ίδια ώρα, η Ελλάδα υλοποιεί ένα φιλόδοξο σχέδιο αντιμετώπισης και προσαρμογής στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Σπύρος Κουβέλης, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξηγεί τα Megatrends με τα οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη η ανθρωπότητα και η Ελλάδα. «Η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι πια γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Εκτός όμως από την υπερθέρμανση βλέπουμε και μία σειρά από ακραία φαινόμενα, όπως πυρκαγιές, έντονες καταιγίδες και βροχοπτώσεις που δημιουργούν τεράστια κοινωνικά, οικονομικά και φυσικά περιβαλλοντικά προβλήματα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Κουβέλης ως σύμβουλος των Ηνωμένων Εθνών σε θέματα Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Η χώρα μας, ως Μεσογειακή χώρα, υφίσταται ήδη τις σφοδρές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, με τον κ. Κουβέλη να αναφέρει ότι «η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα ούτως ή άλλως βρίσκεται σε ένα hotspot για την κλιματική αλλαγή. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις είναι σημαντικές, όπως είδαμε φέτος με τις εκτεταμένες πυρκαγιές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα». Τονίζει επίσης ότι «η χώρα μας χρειάζεται να θωρακιστεί απέναντι στις αναμενόμενες επιπτώσεις, ενώ παράλληλα είναι ανάγκη να συμμετέχει και εκείνη στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσα στο πλαίσιο της συνολικής Ευρωπαϊκής πολιτικής. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, οι εθνικοί στόχοι απολιγνιτοποίησης και μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειες αποτελούν ένα σημαντικό βήμα. Σε ό,τι όμως αφορά τη θωράκιση και προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής φοβάμαι ότι τα βήματα που γίνονται δεν εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο και συγκροτημένο πλαίσιο, και είναι ανεπαρκή».
Ειδικότερα φέρνει ως παράδειγμα, την πάγια στάση του Ινστιτούτου για τον νέο κλιματικό νόμο που βρίσκεται σε διαβούλευση αυτή την περίοδο: «Θα έπρεπε να είναι ένας νόμος-πλαίσιο που να προβλέπει την ανάπτυξη και υλοποίηση πολιτικών που δημιουργούν τη θεσμική θωράκιση της χώρας απέναντι στις συνέπειες κλιματικής αλλαγής. Κάποιες από αυτές είναι η αντιμετώπιση μελλοντικών διατροφικών κρίσεων εξαιτίας της αδυναμίας παραγωγής τροφίμων σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής, η αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και της διασποράς ασθενειών, και η ασφάλιση απέναντι σε κλιματικούς κινδύνους μέσα σε ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο». Σημειώνει ωστόσο πως «δυστυχώς, όμως ο νόμος αυτός επικεντρώνεται μόνο στον περιορισμό των εκπομπών, αφήνει όμως όλα τα υπόλοιπα θέματα ανοιχτά εξεταστούν στο μέλλον χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο, και κατά τη γνώμη μας αποτελεί μία σημαντική χαμένη ευκαιρία».
Τι περισσότερο μπορεί και πρέπει να γίνει σε επίπεδο κυβερνήσεων, φορέων και πολιτών; Σύμφωνα με τον κ. Κουβέλη: «Πρέπει κάνεις να είναι σταθερά αισιόδοξος απέναντι σε αυτές τις μεγάλες προκλήσεις, αλλά όπως όλοι ξέρουμε «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Για το λόγο αυτό χρειάζεται μία πολύ μεγαλύτερη ευθυγράμμιση και ενδυνάμωση των πολιτικών και των πρακτικών σε εθνικό, κρατικό και ιδιωτικό επίπεδο για την προσαρμογή και αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων».
Παγκόσμιες προκλήσεις
Ο κ. Κουβέλης εξηγεί ότι «η κλιματική αλλαγή είναι ίσως η πιο ορατή από τις μεγάλες προκλήσεις, αλλά δεν είναι και η μόνη. Η ιδιαίτερα εκτεταμένη απώλεια βιοποικιλότητας σε όλο τον πλανήτη είναι και αυτή μία ωρολογιακή βόμβα, καθώς κρίσιμα είδη για την παραγωγή τροφίμων και την ισορροπία των οικοσυστημάτων εξαφανίζονται με ταχύτατους ρυθμούς. Παράλληλα η υπερσυγκέντρωση του ανθρώπινου πληθυσμού σε μεγα-πόλεις με αναμενόμενο το 70% του πληθυσμού μέχρι το 2050 να είναι σε αστικές περιοχές, δημιουργεί συνθήκες πυκνότητας, αλλά ανάγκες μεταφοράς φυσικών πόρων, όπως τρόφιμα και νερό, από την περιφέρεια προς τις πόλεις, θα προκαλέσουν πολύ έντονα προβλήματα».
Όπως λέει ο κ. Κουβέλης, «καθώς αυτό συνδυάζεται και με κρίσιμες κοινωνικές παραμέτρους όπως η φτώχεια, η τροφική ανεπάρκεια σε πολλές σημεία της γης, οι ανισότητες ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, αλλά και οι περιορισμοί στην παιδεία και τον εγγραμματισμό των νέων κοριτσιών, δημιουργούνται συνθήκες που θέτουν σε σοβαρή αμφισβήτηση την ευημερία των ανθρώπινων κοινωνιών στις επόμενες δεκαετίες.
Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης που συμφωνήθηκαν από όλα τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών το 2015 αποσκοπούν στην αντιμετώπιση όλων αυτών των μεγάλων προκλήσεων και αποτελούν μία από τις σημαντικότερες, αλλά και τελευταίες ευκαιρίες του ανθρώπινου είδους να διαφυλάξει τις συνθήκες ύπαρξης και ευημερίας του πάνω στον πλανήτη. Η πρόοδος που συντελείται είναι σημαντική, αλλά όχι επαρκής, και χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια τόσο από κρατικούς και κυβερνητικούς φορείς, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα σε μία συστράτευση για να αντιμετωπιστούν όλες αυτές οι μεγάλες προκλήσεις».
Σύμφωνα με τον κ. Κουβέλη: «Για αυτές τις μεγάλες προκλήσεις, τα Megatrends όπως συχνά ονομάζονται, χρειάζεται η δημιουργία και υλοποίηση σημαντικών πολιτικών, όπως για παράδειγμα η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα και η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πολιτικές που θα εξασφαλίσουν την ανθεκτικότητα των μέγα-πόλεων απέναντι στα φαινόμενα που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, ή όπως πλέον όλοι έχουμε καταλάβει, την αντιμετώπιση σημαντικών κινδύνων στο επίπεδο της δημόσιας υγείας, ιδίως εκεί που οι ανθρώπινοι πληθυσμοί παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα».
Παράλληλα, αναφέρει πως «η εξασφάλιση των συνθηκών ώστε να υπάρχει τροφική επάρκεια, η λεγόμενη διατροφική ασφάλεια, σε συνθήκες που γίνονται όλο και δυσκολότερες λόγω της κλιματικής αλλαγής, με ξηρασία ή καταστροφές από έντονα καιρικά φαινόμενα, θα αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες που οι παγκόσμιες, περιφερειακές, εθνικές πολιτικές θα κληθούν να αντιμετωπίσουν».
Τονίζει ωστόσο ότι «οι κυβερνήσεις και οι ηγέτες όμως δεν είναι φτάνουν για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα. Χρειάζεται η άμεση και ουσιαστική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων και των πολιτών. Και σε αυτό το πλαίσιο η αξιολόγηση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, των επενδύσεων και των προγραμμάτων οικονομικής ανάπτυξης είναι πια αναγκαίο να αξιολογούνται με βάση τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια, που είναι παγκοσμίως γνωστά ως ESG (Environmental, Social and Governance) ώστε κάθε δραστηριότητα να είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος. Το Ινστιτούτο μας μέσα από την ανάπτυξη της μεθοδολογίας Verimpact είναι πρωτοπόρος σε αυτό το αντικείμενο, και στοχεύει στο να υποστηρίξει τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες στην ενσωμάτωση των αρχών βιώσιμης ανάπτυξης σε όλες τους τις δραστηριότητες».
Επισημαίνει μάλιστα ότι «τα χρονικά περιθώρια έχουν στενέψει σημαντικά και γι' αυτό απαιτούνται συγκροτημένες και ουσιαστικές πολιτικές που θα οδηγήσουν το δημόσιο τομέα, αλλά και τις επιχειρήσεις, όχι μόνο τις μεγάλες, αλλά και τις μικρές και μικρομεσαίες να ενταχθούν σε ένα τέτοιο συνολικό πλαίσιο, δεδομένου μάλιστα ότι η ενσωμάτωση των αρχών βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί μακροχρόνια πλεονέκτημα για τη βιωσιμότητα της ίδιας επιχείρησης».