Η καταδίκη του ναζισμού και η αποστροφή για την προσωπικότητα του Χίτλερ δεν ήταν αυτονόητες αντιδράσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 - από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933 μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, αν όχι και μέχρι την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1941, ύστερα από την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Στην οικοδόμηση αυτού του πνεύματος αδιαφορίας, αν όχι και χαύνωσης, ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε ο διεθνής Τύπος, και πιο συγκεκριμένα οι γάλλοι, οι βρετανοί και οι αμερικανοί ανταποκριτές στο Βερολίνο της εποχής.
Το βιβλίο του Ντανιέλ Σνεντερμάν (Daniel Schneidermann) «Βερολίνο, 1933. Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα, αποτελεί ένα αποκαλυπτικό χρονικό της γέννησης και της ανάπτυξης αυτού του εκ πρώτης όψεως μάλλον ακατανόητου φαινομένου, το οποίο παρά τη σπουδαιότητά του, και παρά τη σωρεία των ιστοριογραφικών ερευνών για τον ναζισμό, μοιάζει να έχει μείνει στα αζήτητα της Ιστορίας μέχρι και τις ημέρες μας. Ο Σνεντερμάν γεννήθηκε το 1958 στο Παρίσι, δουλεύοντας στην εφημερίδα «Le Monde» αρχικά ως δικαστικός συντάκτης και αργότερα ως κριτικός των ΜΜΕ. Μετά από σύγκρουση με την εφημερίδα του και πολυετή δικαστικό αγώνα εναντίον της, τον οποίο και κέρδισε, ο δημοσιογράφος μετακινήθηκε στη «Liberation» και τώρα διευθύνει το σάιτ Arret sur images. Το βιβλίο του, για το οποίο τιμήθηκε πέρσι με το βραβείο Assises du journalism, δεν είναι μόνο ένα αναπεπταμένο δημοσιογραφικό χρονικό, αλλά και μια συναρπαστική αφήγηση με προσωπικό τόνο, αναφορές στην εβραία μητέρα του, καθώς και με μια σαφώς λογοτεχνική ατμόσφαιρα, αφού η πραγματικότητα που αποτυπώνεται στις σελίδες του μοιάζει με μυθιστόρημα συνεχούς και ορμητικής ροής, χωρίς εκ παραλλήλου να χάνει κατά το παραμικρό την ιστορική της ακρίβεια.
Το ερώτημα που πρωτίστως απασχολεί τον Σνεντερμάν είναι το γιατί οι ξένοι δημοσιογράφοι στο Βερολίνο άργησαν να μιλήσουν όχι για την απειλή που εγκυμονούσε σε γενικό επίπεδο ο ναζισμός, αλλά για τη διαστροφική του σχέση με τους Εβραίους, η οποία μολονότι δεν υπήρξε αποκλειστικά ναζιστικό και γερμανικό χαρακτηριστικό, κατέληξε στην περίπτωση της Γερμανίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Ολοκαύτωμα. Φυσικά, δεν είναι όλοι οι ίδιοι - και ο ερευνητής ξέρει πώς να αποδώσει τις δέουσες τιμές σε όσους ξεχώρισαν: ανάμεσα σε άλλους, στον Edgar Mower, στον Pembroke Stephens, στην Andree Viollis, στον Roger Vailland (τότε ακόμη εκκολαπτόμενο συγγραφέα), στον Albert Londres και στη Dorothy Thompson. Όλοι τους ήξεραν τι προετοίμαζε το καθεστώς για τους Εβραίους και πώς μεθόδευε τις ενέργειές του και όλοι τους έγραψαν απερίφραστα για την επερχόμενη καταστροφή. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τι ήξεραν όλοι οι δημοσιογράφοι αλλά για ποιον λόγο η συντριπτική τους πλειονότητα αποφάσισε να το αποκρύψει, μαζί με εφημερίδες όπως οι ‘’New York Times’’ ή ειδησεογραφικά πρακτορεία όπως το Associated Press.
Τα εφιαλτικά πογκρόμ κατά των Εβραίων στους δρόμους και τα εμπορικά καταστήματα του Βερολίνου, οι αθρόες συλλήψεις, η δολοφονική δράση των παραστρατιωτικών ομάδων, τα συντροφικά μαχαιρώματα μεταξύ των Ναζί, τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ακόμα και οι πρώτες επίσημες διεθνείς καταγγελίες για τη μαζική εβραϊκή εξόντωση λειαίνονται από τους ξένους ανταποκριτές στη γερμανική πρωτεύουσα. Τα ρεπορτάζ στρογγυλεύουν και εξημερώνονται είτε λόγω του τρομακτικού φόβου για το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού είτε επειδή οι δημοσιογράφοι ανησυχούν μήπως απελαθούν από τη Γερμανία, με αποτέλεσμα να αποκοπούν οι εφημερίδες τους από την καρδιά των γεγονότων. Άλλη μια τιμητική εξαίρεση σε αυτόν τον απάνθρωπο κανόνα είναι τα αριστερά έντυπα, που μιλούν ανοιχτά για τη φρίκη του εβραϊκού εξανδραποδισμού, αλλά κανείς δεν θέλει να τα ακούσει και να τα εμπιστευτεί λόγω του στρατευμένου φρονήματος και της καταγγελτικής τους γλώσσας.
Ο Σνεντερμάν μάς προειδοποιεί κάθε τόσο για τους ομόλογους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν στα χρόνια μας τα fake news, αλλά, όπως κι αν έχει, οι σημερινοί κίνδυνοι, ακόμα κι αν είναι εξίσου σοβαροί, δεν είναι ιστορικά συγκρίσιμοι. Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το τι θα μπορούσε να κάνει ο Τύπος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για τη μοίρα των ανθρώπων και η θλιβερή ιστορία τού γιατί δεν το έκανε.