Η δραματική μείωση των αεροπορικών και άλλων μετακινήσεων, μεταξύ των χωρών και στο εσωτερικό τους εξαιτίας της εξάπλωσης του νέου κορονοϊού, αναμένεται ότι θα λειτουργήσει θετικά για το περιβάλλον, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, καθώς θα περιορίσει τη χρήση ορυκτών καυσίμων και θα μειώσει τα «αέρια του θερμοκηπίου» που επιβαρύνουν την άνοδο της θερμοκρασίας.
Από την άλλη, όμως, η μαζική παραμονή τόσων ανθρώπων στο σπίτι τους, σχεδόν σε όλη τη γη, θα αυξήσει τη χρήση ενέργειας, ιδίως ηλεκτρισμού, πράγμα που θα λειτουργήσει αρνητικά για το περιβάλλον, καθώς η παραγωγή ρεύματος απαιτεί καύσιμα και ρυπαίνει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Το πού θα γείρει η «ζυγαριά» είναι ασαφές και θα εξαρτηθεί από τις ιδιαίτερες κλιματικές και άλλες συνθήκες κάθε χώρας, κάτι πολύπλοκο για να γίνει ασφαλής πρόβλεψη. Επιμέρους εξελίξεις, όπως η αναμενόμενη αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου (οι άνθρωποι θα ψωνίζουν περισσότερο από το σπίτι τους μέσω διαδικτύου) θα έχουν αβέβαιη επίπτωση στο περιβάλλον, καθώς τα προϊόντα θα πρέπει να φθάσουν στα σπίτια των καταναλωτών, με άλλα λόγια θα γίνει χρήση καυσίμων και εκπομπή ρύπων. Το «αποτύπωμα άνθρακα» του ηλεκτρονικού εμπορίου, ιδίως σε περίπτωση πανδημίας, είναι ένα θέμα προς μελέτη. Πάντως, από όσο πιο μακριά έρχονται οι ηλεκτρονικές παραγγελίες, τόσο επιβαρύνεται το περιβάλλον.
Γενικότερα, η μείωση της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες και η συνεπαγόμενη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο λόγω της πανδημίας «μεταφράζεται» κατ' αρχήν σε λιγότερους ρύπους άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ήδη, εκτιμάται ότι στην Κίνα, τη Νο1 χώρα σε εκπομπές άνθρακα, έχει υπάρξει μείωση τους κατά 25% τον τελευταίο μήνα. Όμως, όπως έχει δείξει η εμπειρία, μετά τη λήξη της κρίσης, γρήγορα οι ρύποι ανακάμπτουν, μαζί με τη βιομηχανική δραστηριότητα και την αυξημένη καταναλωτική δαπάνη, η οποία είχε συμπιεστεί προσωρινά.