Χιλιάδες πολίτες του Παναμά διαδήλωσαν ξανά χθες Παρασκευή για να απαιτήσουν την ακύρωση της παράτασης της σύμβασης με την καναδική εταιρεία First Quantum Minerals, η οποία εκμεταλλεύεται στον Παναμά το μεγαλύτερο χαλκωρυχείο στην κεντρική Αμερική. Η συμφωνία, που θα επιτρέψει στην μεταλλευτική εταιρεία να λειτουργεί στον Παναμά για 20 χρόνια, έχει πυροδοτήσει ογκώδεις διαδηλώσεις εδώ και μια εβδομάδα, φαινόμενο πολύ ασυνήθιστο στο κράτος των 4,2 εκατομμυρίων κατοίκων.
Οι πολέμιοί της χαρακτηρίζουν ανεπαρκή τη συνεισφορά της εταιρείας στα κρατικά ταμεία (375 εκατ. δολάρια ετησίως) και το έργο αυτό καθαυτό απειλή για το περιβάλλον. Ο πρόεδρος του Παναμά, ο Λαουρεντίνο Κορτίσο, ανακοίνωσε χθες Παρασκευή πως θα απαγορεύσει τη σύναψη νέων συμβάσεων για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων μετάλλων, όμως διατήρησε σε ισχύ τη συμφωνία με την καναδική επιχείρηση.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος που «επιβάλλει απαγόρευση νέων παραχωρήσεων (εκμετάλλευσης) μεταλλικών ορυκτών σε όλη την εθνική επικράτεια», είπε ο κ. Κορτίσο κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού διαγγέλματός του, χωρίς να κάνει ονομαστική αναφορά στην αμφιλεγόμενη σύμβαση με την First Quantum Minerals. Η ανακοίνωση του προέδρου όμως δεν κατεύνασε τα πνεύματα. Κατά τη διάρκεια του διαγγέλματός του, χιλιάδες διαδηλωτές ήταν συγκεντρωμένοι στο οικονομικό κέντρο της πρωτεύουσας.
Το κίνημα διαμαρτυρίας δεν σταματά να παίρνει ολοένα μεγαλύτερες διαστάσεις τις τελευταίες ημέρες, με αποκλεισμούς δρόμων στην πρωτεύουσα και σε άλλες πόλεις. Αποκλείστηκε επίσης ο παναμερικανικός αυτοκινητόδρομος, που συνδέει τον Παναμά με άλλα κράτη της κεντρικής Αμερικής. Τα σχολεία είναι κλειστά όλη την εβδομάδα και σε κάποιους τομείς ξέσπασαν επεισόδια ανάμεσα σε διαδηλωτές και αστυνομικούς, με τους μεν να πετούν πέτρες, τους δε να κάνουν εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων.
Το γιγαντιαίο υπαίθριο χαλκωρυχείο, σε απόσταση περίπου 240 χλμ. από την πόλη του Παναμά, συνεισφέρει το 4% του ΑΕΠ και το 75% των εσόδων της χώρας από εξαγωγές. Τον Φεβρουάριο του 2019, στο μεταλλείο αυτό παράγονταν περίπου 300.000 τόνοι συμπυκνώματος χαλκού και απασχολούνταν πάνω από 8.000 εργαζόμενοι.